Πώς γίνεται λοιπόν και βασικά αγαθά, π.χ. τα γαλακτοκομικά, συνεχίζουν να τρέχουν με ρυθμό αύξησης τιμών κοντά στο 15% σε σχέση με πέρυσι, με τις βιομηχανίες και τις χονδρεμπορικές επιχειρήσεις μάλιστα να σπεύδουν να κοινοποιούν τιμοκαταλόγους στα σούπερ μάρκετ με νέες αυξήσεις που θα έρθουν σταδιακά το επόμενο δίμηνο κάνοντας την ΤτΕ να απαισιοδοξεί για τον ρυθμό αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού των τροφίμων; Ακόμα κι αν διαθέτουν στοκ που παράχθηκε με υψηλές τιμές, είναι αυτό αρκετό να δικαιολογήσει την τελική εικόνα;

Μήπως τελικά ο πληθωρισμός της απληστίας (greedflation) -όρος που ανοιχτά πλέον χρησιμοποιούν κεντρικές τράπεζες και οικονομολόγοι εννοώντας την πρακτική οι επιχειρήσεις να αυξάνουν τα κέρδη τους παρά την πίεση που δέχονται οι καταναλωτές και η οικονομία- ευθύνεται για μία κατάσταση που ναι μεν δεν αποτελεί ελληνικό μονοπώλιο, έχει όμως ηθικές προεκτάσεις στη χώρα μας; Ιδίως όταν οι καταναλωτές και το Ελληνικό Δημόσιο στήριξαν με κάθε τρόπο τις επιχειρήσεις στα τελευταία δύσκολα χρόνια, είτε με ενισχύσεις και εργαλεία στον καιρό των lockdowns, είτε στον καιρό της ενεργειακής κρίσης. Κάτι εξάλλου που φαίνεται από το γεγονός ότι σε αντίθεση με πολλές ευρωπαϊκές χώρες δεν υπήρξε κύμα μαζικών λουκέτων.
Μια απλή ανάγνωση στους ισολογισμούς των περίπου 150 εισηγμένων στο Χ.Α. εταιρειών το δείχνει. Συνολικά εμφάνισαν καθαρά κέρδη 10,41 δισ. ευρώ, σημειώνοντας εκρηκτική αύξηση κατά 303,6%, σύμφωνα με τα στοιχεία της Beta Securities, γράφοντας έτσι ιστορία αφού ξεπέρασαν πλέον τις επιδόσεις της χρυσής περιόδου των εισηγμένων της πενταετίας 2004-2008, όταν μάλιστα οι εταιρείες εκείνη την πενταετία ήταν διπλάσιες σε αριθμό σε σχέση με σήμερα. Σύμφωνα δε με ανάλυση της Τράπεζας της Ελλάδος, ήδη η τάση αυτή είχε διαφανεί από τα αποτελέσματα εννεαμήνου, όπου το μερίδιο καθαρού κέρδους (ορίζεται ως ο λόγος του καθαρού λειτουργικού πλεονάσματος προς την καθαρή προστιθέμενη αξία) έφτασε στο ιστορικό υψηλό του 38,4%, από 33,6% που ήταν το αντίστοιχο διάστημα του 2021!
Από τις πιο χαρακτηριστικές και κραυγαλέες περιπτώσεις, πάντως, είναι οι αλευροβιομηχανίες, που πέρυσι οι εισηγμένες του κλάδου είχαν αύξηση στα περιθώρια κέρδους τους παρά τις αναταράξεις. Με την έναρξη του πολέμου και καθότι η Ουκρανία είναι η τρίτη εξαγωγός χώρα στον κόσμο σε μαλακό σιτάρι, την πρώτη ύλη για τα άλευρα, οι χρηματιστηριακές τιμές ήταν στα ύψη, φτάνοντας τα συμβόλαια παράδοσης Μαΐου του 2022 στο χρηματιστήριο Euronext στο Παρίσι στα 397 ευρώ/τόνο.

Κάτι που ο Ελληνας καταναλωτής πλήρωσε, αφού οι αλευροβιομηχανίες της χώρας φρόντισαν να μετακυλίσουν το αυξημένο κόστος που είχαν τόσο από την πρώτη ύλη όσο και από την ενέργεια. Σήμερα τα συμβόλαια παράδοσης Σεπτεμβρίου του 2023 του μαλακού σίτου διαπραγματεύονται πέριξ των 230 ευρώ/τόνο, ενώ οι τιμές στις οποίες έκλεισαν τα συμβόλαια για τις παραδόσεις που έγιναν τον περασμένο Μάιο ήταν στα 225 ευρώ! Κοινώς, έχει υποχωρήσει 43% από τα υψηλά και έχει προσγειωθεί στα επίπεδα του 2020.

Κι όμως, οι τιμές στα επόμενα στάδια της αλυσίδας μετά τη μεταποίηση δεν λένε να πέσουν! Αντιθέτως, το αλεύρι είναι μεταξύ των πρωταγωνιστών της ανόδου, αφού σε σχέση με τον Σεπτέμβριο του 2021, όταν επιβλήθηκε το μέτρο του πλαφόν στο περιθώριο κέρδους, έχει ανατιμηθεί 41% με βάση τα επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ! Εκεί όπου έχουν γίνει κάποιες μικρές μειώσεις κυρίως με τη μέθοδο των προσφορών είναι στους επαγγελματίες πελάτες των αλευροβιομηχάνων (αρτοποιούς, ζαχαροπλάστες κ.ο.κ.), μόνο που επίσης οι τελευταίοι προτιμούν να καρπωθούν τη διαφορά παρά να ρίξουν την τιμή. Και τούτο διότι ακόμη και στο ψωμί ο καταναλωτής συνεχίζει να το αγοράζει στην ίδια αυξημένη τιμή.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ