«Λόγω της δημιουργηθείσης εκρύθμου καταστάσεως, από του μεσονυκτίου ο Στρατός ανέλαβε την διακυβέρνηση της χώρας. Εντός ολίγου θα μεταδοθεί διάγγελμα του αρχηγού των Ενόπλων Δυνάμεων», ήταν η πρώτη αναγγελία την 21η Απριλίου 1967 από το Εθνικό Ίδρυνα Ραδιοφωνίας (ΕΙΡ).
Η ανακοίνωση έγινε περίπου στις 06:30, αλλά πολλοί είχαν ξυπνήσει ώρες νωρίτερα από έναν ασυνήθιστο και διαπεραστικό θόρυβο. Ήταν το κροτάλισμα από τις ερπύστριες των αρμάτων μάχης που περνούσαν μπροστά από τα σπίτια τους κατευθυνόμενα προς συγκεκριμένα σημεία της πόλης.
Η πρώτη αντίδραση των περισσοτέρων ήταν να ανοίξουν τα ραδιόφωνά τους για να πληροφορηθούν τι είχε συμβεί, μια κίνηση όμως που περισσότερες απορίες δημιούργησε πάρα έλυσε.
Στο ραδιόφωνο ακούγονταν εθνικά εμβατήρια ενώ οι τηλεφωνικές γραμμές είχαν «κοπεί».
Η πραγματικότητα την 21η Απριλίου 1967 ήταν ότι η Δημοκρατία είχε καταλυθεί και ότι τη διακυβέρνηση της χώρας είχε αναλάβει ο στρατός.
Ένα δεύτερο ραδιοφωνικό διάγγελμα ενημέρωνε τον ελληνικό λαό για την επιβολή γενικής απαγόρευσης της κυκλοφορίας καθώς και για την αναστολή μιας μακράς σειράς άρθρων του Συντάγματος, τα άρθρα 5, 6, 8, 10, 11, 12, 14, 18, 20, 95 και 97 «λόγω της εκδήλου απειλής κατά της δημοσίας τάξεως και ασφαλείας της χώρας εξ εσωτερικών κινδύνων».
Υπαίτιοι και επικεφαλής του πραξικοπήματος ήταν τρεις επίορκοι αξιωματικοί του Στρατού: οι Συνταγματάρχες Γεώργιος Παπαδόπουλος, Νικόλαος Μακαρέζος και ο Ταξίαρχος Στυλιανός Παττακός. Αυτοί και οι έμπιστοί τους, έχοντας από καιρό αποκτήσει τον έλεγχο σημαντικών μονάδων της Αττικής κατάφεραν να συλλάβουν μία χώρα κυριολεκτικά κοιμώμενη.
Μία από τις πρώτες ενέργειες των συνωμοτών ήταν να συλλάβουν τον αρχηγό του ΓΕΣ αντιστράτηγο Σπαντιδάκη και να τον αντικαταστήσουν με τον ομοιόβαθμό του Οδυσσέα Αγγελή, που ήταν μυημένος στο κίνημα. Ο νέος αρχηγός του Στρατού έδωσε εντολή σε όλους του μεγάλους στρατιωτικούς σχηματισμούς να εφαρμόσουν το σχέδιο «Προμηθεύς» κι έτσι να εξασφαλισθεί η υπακοή του στρατεύματος σε όλη τη χώρα.
Η μοναδική ενέργεια για να αντιμετωπιστεί εγκαίρως το πραξικόπημα έγινε από την πλευρά του Υπουργού Δημόσιας Τάξης, Γεωργίου Ράλλη, ο οποίος προσπάθησε να επικοινωνήσει με τον ταξίαρχο Ορέστη Βιδάλη για να κινητοποιήσει το Γ’ Σώμα Στρατού στη Θεσσαλονίκη. Δεν πρόλαβε, αφού το σχέδιο «Προμηθεύς» είχε ήδη τεθεί σε εφαρμογή, με αποτέλεσμα ο ταξίαρχος Βιδάλης να μην λάβει ποτέ το σήμα του Γεωργίου Ράλλη.
Ο αιφνιδιασμός ήταν πλήρης και στις 3:30 τα ξημερώματα της 21ης Απριλίου το στρατιωτικό κίνημα είχε επικρατήσει και μάλιστα αναίμακτα. Νωρίς το πρωί, το ραδιόφωνο ΕΙΡ έπαιζε εμβατήρια και δημοτικά άσματα και οι αγουροξυπνημένοι Έλληνες άκουγαν τα πρώτα «Αποφασίζομεν και Διατάζομεν» των δικτατόρων, που ήταν η απαγόρευση των συγκεντρώσεων άνω των τριών ατόμων. Με συντακτική πράξη κατά τη διάρκεια της ημέρας ανεστάλησαν οι διατάξεις του Συντάγματος και ματαιώθηκαν οι εκλογές της 28ης Μαΐου 1967.
Αιφνιδιασμένοι από τις εξελίξεις φαίνεται να ήταν και οι Αμερικανοί, που δεν περίμεναν την κίνηση του Παπαδόπουλου. Τον πρεσβευτή των ΗΠΑ στην Αθήνα Φίλιπ Τάλμποτ ξύπνησε ο ανιψιός του πρωθυπουργού Κανελλόπουλου, Διονύσης Λιβανός, και του ανακοίνωσε την είδηση. Όταν μετά από λίγες μέρες ο Τάλμποτ είπε στο σταθμάρχη της CIA στην Αθήνα, Τζακ Μέρι, ότι το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου ήταν ο βιασμός της Ελληνικής Δημοκρατίας, αυτός του απάντησε κυνικά: «Μα, πως είναι δυνατόν να βιάσεις μία πόρνη;..»
H ορκομωσια της κυβέρνησης Κωνσταντίνου Κόλλια. Μόνο δύο πρωινές εφημερίδες πρόλαβαν να περιλάβουν στην ύλη τους την εκδήλωση του πραξικοπήματος. Η «Καθημερινή» στην πρώτη της σελίδα είχε ένα μονόστηλο με τίτλο «Την 2αν πρωινήν εξερράγη στρατιωτικόν κίνημα. Συνελήφθησαν πολιτικοί άνδρες», ενώ η «Αυγή» πάνω από τον τίτλο της έγραφε: «Συνελήφθησαν από στρατιωτικούς οι Μ. Γλέζος, Λ. Κύρκος, Α. Παπανδρέου. Ασυνήθιστες κινήσεις στρατιωτικών και αστυνομικών δυνάμεων».
Στις 7 το πρωί, η ηγεσία των πραξικοπηματιών επισκέφθηκε στα Ανάκτορα του Τατοΐου τον Κωνσταντίνο και του ζήτησε να ορκίσει την κυβέρνησή τους. Η περιοχή ήταν περικυκλωμένη από τανκς για να μην υπάρξει περίπτωση δυναμικής αντίδρασης από τον άνακτα. Ο βασιλιάς, παρά την προτροπή του συλληφθέντα πρωθυπουργού Παναγιώτη Κανελλόπουλου να αντισταθεί, συμβιβάστηκε μαζί τους «για να μην χυθεί αίμα ελληνικό» και αργά το απόγευμα όρκισε την κυβέρνηση, με πρωθυπουργό τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνο Κόλλια. Επρόκειτο βέβαια για πρωθυπουργό – μαριονέτα, αφού τα νήματα κινούσε ο ισχυρός άνδρας του κινήματος, συνταγματάρχης Γεώργιος Παπαδόπουλος. Ο συλληφθείς και αποπεμφθείς αρχηγός του ΓΕΣ Γρηγόριος Σπαντιδάκης, άνθρωπος του βασιλιά, όπως και ο Κόλλιας, προσχώρησε στους κινηματίες και ανέλαβε Υπουργός Εθνικής Άμυνας.
Την ίδια μέρα άρχισαν και οι συλλήψεις απλών πολιτών, ενώ είχαμε και τα πρώτα θύματα. Τα όργανα της Χούντας δολοφονούν στον Ιππόδρομο, που είχε μετατραπεί σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, το στέλεχος της ΕΔΑ Παναγιώτη Ελή, ενώ ένας στρατιώτης πυροβολεί τη νεαρή Αθηναία Μαρία Καλαυρά, γιατί δεν υπάκουσε στις διαταγές του. Δέκα ημέρες αργότερα, η Χούντα ανακοίνωσε ότι οι συλληφθέντες ανέρχονταν σε 6509 άτομα, στη συντριπτική τους πλειονότητα αριστερών πεποιθήσεων.
Η Ελλάδα από την 21η Απριλίου 1967 μπήκε στο «γύψο», κατά την έκφραση του Παπαδόπουλου, για 7 χρόνια, 3 μήνες και 3 μέρες. Η Δικτατορία κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος στις 23 Ιουλίου 1974, μετά το εγκληματικό πραξικόπημα στην Κύπρο και την τουρκική εισβολή στη Μεγαλόνησο. Η κατάργηση των στοιχειωδών ελευθεριών, οι φυλακές, οι εξορίες και τα βασανιστήρια, οι δολοφονίες των αντιπάλων του καθεστώτος, ο πνευματικός και πολιτιστικός μεσαίωνας, αλλά και η Κυπριακή τραγωδία, καταγράφουν τη Χούντα των Συνταγματαρχών ως μία από τις μελανότερες στιγμές της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας.