Σάμουελ Μπέκετ. Το τέλος του Παιχνιδιού
.Δημοσθένης Δαββετας Καθηγητής Φιλοσοφίας της Τέχνης ,ποιητής, εικαστικός, γεωπολιτιστικος αναλυτής.

Ήταν μια Παρασκευή του 1982 η 1983 ( δεν με βοηθά πάντα η παραφορτωμένη με στιγμές κι εικόνες ζωής μνήμη μου). Ήμουνα τότε μεταπτυχιακός φοιτητής στο Παρίσι. Μόλις είχα τελειώσει την προπόνηση μπάσκετ με την ομάδα του Πανεπιστημίου όπου γυμναζομουνα Τετάρτες και Παρασκευές. Ήταν στην περιοχή port royal κοντά στο μετρό port royal 10 λεπτά με τα πόδια από το Montparnasse. Μετά την προπόνηση , κουρασμένος όπως ήμουνα, συνήθιζα να κάθομαι για κάποια ώρα, είτε για καφέ ,είτε για να γευματισω ,στο ακριβώς δίπλα με το γήπεδο μπασκετ καφε-εστιατοριο ,την brassiere port royal. Διάβαζα την εφημερίδα μου και κάποια στιγμή ανασήκωσα το κεφάλι μου . Κοίταξα τυχαία προς την απέναντι του καφέ μερια ,προς την πλευρά δηλαδή,για όσους γνωρίζουν το Παρίσι, του κήπου του Λουξεμβούργου, jardin du Luxembourg . Τα μάτια μου σταμάτησαν ξαφνικά σε κάτι που μ’εντυπωσιασε από την μια, αλλά και που μ’εκανε ν’αναρωτηθω ,αν δεν είχα παραισθήσεις, απο την άλλη. Τι ήταν λοιπόν αυτο που τ’ακινητοποίησε και τα γέμισε έκπληξη; Ήταν μια ψιλολιγνη αντρική φιγούρα ,ντυμένη με απλά καθημερινά ρούχα . Ο άντρας αυτός βάδιζε στον κήπο του Λουξεμβούργου με βήμα αργο. Ευθυτενης ,ψηλός ,μια κορμοστασιά λεβέντικη ,δυνατή παρουσία αλλά διακριτική ,μιας και τον παρατήρησα να κινείται έχοντας πάντα μπροστά του ενα δέντρο λες και γύρευε τους ίσκιους η ήθελε ν’αποφύγει να εκτεθεί στην ματιά των άλλων, του πλήθους, του κόσμου. Τα μαλλιά του ήταν κοντά γύρω απο το κεφάλι και πιο μεγάλα στο πάνω μέρος . Έμοιαζε λίγο με χτένισμα λύκου . Ήταν λεπτός ,με στεγνό πρόσωπο που θύμιζε ασκητή η μοναχό. Το βλέμμα του είχε κάτι το πολύ χαρακτηριστικό. Έμοιαζε ναναι κυριολεκτικά αλλού . Δεν θαλεγα οτι ήταν ακριβώς αφηρημένος με την συνήθη έννοια της λέξης. Οχι. Ήταν περισσότερο προσηλωμένος κάπου,ίσως στις σκέψεις του, Ισως σε κάτι που σχεδιαζε, ίσως.. ίσως. Ο,τι και ναταν αυτό ,αυτός ο άντρας ,ο γύρω στα 60 του όπως έμοιαζε, ήταν απόλυτα γοητευτικός, αινιγματικός και καθόλα μυστηριώδης ,μου θύμισε κάποιον που συχνά είχα δει στον Τύπο. Η μορφή του μου ήταν τόσο οικεία. Ξαφνιάστηκα,ανασκιρτησα. Η καρδιά μου άρχισε να πάλλεται όπως ενός νέου ανθρώπου που έχει όνειρα ,οράματα, άκρατη φαντασία και βέβαια “ειδωλα”, μορφές, πρότυπα ανθρώπων στην ζωή του. Σηκώθηκα αμέσως σαν ελατήριο, σαν κάτι να με τσίμπησε και με γοργά βήματα πλησίασα αυτόν τον αινιγματικά σαγηνευτικό άντρα. Μόλις έφτασα δίπλα του δίχως την παραμικρή καθυστέρηση τον ρώτησα: “καλημερα σας και με συγχωρείτε”. Γύρισε αργά το κεφάλι του προς το μέρος μου. Συνέχισα μ’εμφανη αλλά ευγενική ανυπομονησία λες κι ήθελα να λύσω επι τόπου κάποιο μυστήριο που μου είχε καταλάβει το μυαλό.” Είστε ο Σάμουελ Μπέκετ;”
Όπως με κοιτούσε πλέον ,είχα την εντύπωση οτι έβλεπα μπροστά μου έναν λύκο να με κοιτά. Το βλέμμα του είχε κάτι το διαπεραστικό ,όπως ο ήρωας του βιβλίου του Χέρμαν Εσσε ο ” λύκος της στεπας” ,όπως έφτιαξα με την φαντασία μου μια μορφή διαβάζοντας το. Με κοιτούσε σαν να έλεγε ,ποιός μ’ενοχλει και με αποσπά απο την απόλυτη προσήλωση που βρίσκομαι ; Ποιός είναι αυτός ο θρασύς νέος που θέλει να μάθει το όνομα μου την στιγμή που εγώ σε όλη μου την ζωή επλαθα λογοτεχνικούς χαρακτήρες και πρόσωπα δίχως όνομα; Και μου απάντησε ρωτώντας με :” εσείς ποιός είστε; Πως σας λένε;” με την ανάλογη δυσπιστία που ακολουθεί την αρχική έκπληξη σε ανθρώπους που ζουν μέσα στην διακριτικότητα. Του απάντησα αμέσως:” Με λένε Δημοσθένη Δαββετα κι είμαι φοιτητής εδώ στο Παρισι”. ” Και βέβαια είσαι Έλληνας με τέτοιο ονομα” μου είπε γλυκαινοντας κάπως την αποστασιωποιημενη του εξ’αρχης έκφραση. Και συνέχισε:” Τι εκπληκτικό όνομα. Βάζεις πάντα μικρές πέτρες στο στόμα σου για να μην κολλάει η γλώσσα σου;”. ( Εννοούσε τον ρήτορα Δημοσθένη που έβαζε πέτρες στο στόμα του για να διορθώσει την προβληματική ομιλ6ια του) . Και στην συνέχεια:” Ναι είμαι ο Σάμουελ Μπεκετ”.
Δύσκολο να βάλω στις λέξεις την τεράστια συγκίνηση μου. Ο συγγραφέας που με επηρέασε καθοριστικά, ειδικά στα πρώτα μου λογοτεχνικά κείμενα ,ήταν μπροστά μου, αγέρωχος, ήρεμα περήφανος ,μυστηριώδης ,όπως ένας αετός. Είχα χάσει τα λόγια μου. Ενώ ήθελα να τον ρωτήσω τόσα πράγματα είχε μαγγώσει η γλώσσα μου. Μου την έλυσε όμως αυτός. Περπατώντας μαζί μου ως το Montparnasse, με ρώτησε διάφορα για μένα,για τις σπουδές μου και τα λογοτεχνικά μου ενδιαφέροντα. Απχαιρετιστηκαμε ευγενικά. Τον ξαναείδα μια ακόμη φορά στο κτίριο των εκδόσεων που δημοσίευε τα έργα του , τις editions minute, στο Παρίσι. Πάντα λιγομιλητος κι ευγενικός. Δεν επέμεινα να τον ξαναδώ . Δεν ήθελα να τον ενοχλήσω στο πνευματικό “αλλου”που μονίμως βρισκόταν. Η συνάντηση όμως μαζί του με βοήθησε πολύ να καταλάβω καλύτερα την ζωή και το έργο του.
Γεννήθηκε στις 13 Απριλίου του 1906 στο Φοξροκ ενα προάστιο του Δουβλίνου. Ο πατέρας του ήταν ο Ουιλιαμ Μπεκετ, γαλλικής καταγωγής, που εργαζ6οταν ως επόπτης τεχνικών έργων. Η μητέρα η Μαρια Ροου ήταν νοσοκόμα. Αν και μεγάλωσε σε προτεσταντικο περιβάλλον εν τούτοις δεν έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την θρησκεία. Από το 1923 ως το 1927 σπούδασε γαλλικά,ιταλικά κι Αγγλικά στο Τρινιτι Κολετζ του Δουβλίνου ,ενώ για ένα μικρό χρονικό διάστημα δίδαξε στο σχολειο Campbell College του Μπελφαστ. Το 1928 μετακομίζει στο Παρίσι όπου και διδάσκει στην Ecole normale superieure. Δεν έτρεφε ιδιαίτερη εκτίμηση για την διδασκαλία στα πανεπιστήμια και τους εκεί διδάσκοντες που τους έβρισκε οτι είχαν υπαλληλική κι οχι δημιουργικά εκπαιδευτική συμπεριφορά. Κάτι που έγραψε και δημόσια. .
Στο Παρίσι γνωρίστηκε με τον θρυλικό συγγραφέα ,τον δημιουργό του ” Οδυσσεα” και του “Φινεγκανς Γουεικ”, τον πατέρα της νεωτερικής γραφής, τον επίσης Ιρλανδό Τζέημς Τζοις. Η γνωριμία αυτή υπήρξε καθοριστική για τον Μπέκετ. Ο Τζοις του έμαθε πολλά κι ήθελε μάλιστα να του δώσει για γυναίκα του την κόρη του. Αυτό όμως το σχέδιο δεν λειτούργησε. Το 1937 συνέβη ενα βίαιο γεγονός που παραλίγο να αφαιρέσει την ζωή στον Σάμουελ Μπέκετ. Ενας κλοσαρ του ζήτησε επίμονα χρήματα κι όταν ο Μπέκετ αρνήθηκε να του δώσει, εκείνος τον μαχαίρωσε. Τον περιμάζεψε σε άθλια κατάσταση η πιανιστρια Σουζαν-Ντεσεβο Ντιμενιλ ,την οποία και παντρεύτηκε το 1961, ύστερα από μακροχρόνια σχέση . Εκείνη την περίοδο έγραψε δοκίμια μεταξύ άλλων για τον Τζοις και τον Προυστ. Μεταξύ 1946 και 1949 έγραψε σπουδαία έργα όπως τα ” Molloy”,” Malone meurt”, “L’innommable”, όπως και το θεατρικό του έργο που τον
έκανε αμέσως διάσημο παγκοσμίως το “En attendant Godot”( περιμένοντας τον Γκοντο , παράφραση της λέξης God -θεος απο τ’αγγλικα). Από τα έργα αυτά φάνηκε η λογοτεχνική του και φιλοσοφική του πορεία. Μια διάθεση τραγικού και κωμικού ταυτόχρονα. Οι συγγραφικοι του ήρωες είναι λίγο πολύ όπως ο ίδιος. Δηλαδή κάπου στο” αναμεσα”. Ίσως ανάμεσα σ’ουρανό και γη, ίσως ανάμεσα στο” πηγαίνω και δεν προχωράω”,στο “περιμένω κάτι που δεν ξέρω τι είναι ,που” έρχεται αλλά δεν φτάνει”,”που μεταβαίνω δίχως να κινούμαι”. Πάντα στο “αναμεσα” ο Μπέκετ, και στο έργο του και στην ζωή του.
Έζησε μεταξύ Ιρλανδίας και Γαλλίας, ενώ στον πόλεμο εναντίον των ναζι συμμετείχε στην Γαλλική αντίσταση δουλεύοντας ως αγγελιοφόρος, κινδυνεύοντας μάλιστα αρκετές φορές να συλληφθεί από την Γκεστάπο. Πιο συγκεκριμένα δε, τον Αύγουστο του 1942 η μονάδα του προδόθηκε και γλίτωσε μόλις μαζί με την γυναίκα του Σουζαν την σύλληψη. Συνέχισε όμως να βοηθά με κάθε μέσο την αντίσταση . Γι’αυτο και τιμήθηκε με το μετάλλιο αντίστασης και τον σταυρό του πολέμου από την γαλλική κυβέρνηση.
Ζώντας μονίμως στο” αναμεσα” δημιούργησε ένα έργο όπου μεταφυσική και πραγματικότητα είναι οι δύο όψεις του ίδιου πράγματος,δηλαδη της καθημερινότητας. Στα έργα του σημασία έχει το ταξίδι κι όχι ο προορισμός. Μια αντίληψη ολοτικα μοντέρνα . Στα λογοτεχνικά του έργα οι ήρωες βρίσκονται σε μια διαρκή αδρανή δράση, μια τραγελαφική κατάσταση , με μαύρο χιούμορ, σε πορεία για να φτάσουν στο πουθενά. Αντιμετωπίζουν την ζωή με μια διάθεση παιχνιδιού. Ενα παιχνίδι των ανθρώπων και του Κόσμου ταυτόχρονα. Ενα παιχνίδι όπου οι ηρωες-παιχτες του παίζουν εκπλησσομενοι από όλα και ταυτόχρονα εκπλήσσουν με την στα6ση τους λες κι είναι οι ίδιοι στο περιθώριο του παιχνιδιού,λες και το παιχνίδι εχει αυτοοριστει με δικούς του κανόνες κι οχι τους δικους τους. Οι ηρωες-παιχτες στα έργα του Μπέκετ παίζουν αλλά δεν περιμένουν τίποτα κι είναι βαθιά ανθρώπινοι ,διότι αυτή η κατάσταση, τους οδηγεί να ζήσουν ως τα βάθη της ύπαρξης τους το παράλογο της ,να ταξιδέψουν σ’ολα τα μήκη και πλάτη του εαυτού τους. Ενα ταξίδι όπου εμπλέκονται το φανταστικό και το πραγματικό, ενα ταξίδι το οποίο δεν έχει τέλος.
Ο Σάμουελ Μπέκετ αντιμετώπισε την ζωή και το έργο του με αυτήν την απόσταση που δίνει στον κόσμο και στα πράγματα αυτό το χαρακτηριστικό του “αναμεσα”. Με μια κωμικοτραγικοτητα τόσο αληθινή. Είχε αφιερωθεί ολοκληρωτικά στην Τέχνη του ,ήταν πολύ λίγο κοινωνικός και σπάνια έδινε συνεντεύξεις. Όταν του ανακοινώθηκε η βράβευση του με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας στις 23 Οκτωβρίου του 1969 ,βρισκόταν στην Τυνησία για διακοπές. Μόλις άκουσε για την βράβευση του το μόνο σχόλιο που έκανε ήταν :”Τι καταστροφη”. Δυο μήνες αργότερα αρνήθηκε να ταξιδέψει στην Στοκχόλμη γιατί δεν ήθελε να κάνει την δημόσια ομιλία του που είναι απαραίτητο στοιχείο της απονομής των Νόμπελ. Τα χρήματα του βραβείου τα διένειμε σε καλλιτέχνες, ερευνητές και τυπογραφους. Το 1989 πέθανε στο Παρίσι η 88 χρονη σύζυγος του που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ζωή και το έργο του. Ο Σάμουελ Μπέκετ πέθανε στις 22 Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου πέντε μήνες μετά την σύζυγο του. Ηταν “το τελος του παιχνιδιου” για να χρησιμοποιήσω εναν τίτλο από ένα διάσημο θεατρικό του έργο. Αξιομνημόνευτη η φράση του:” σαφές τελικά σε εμένα πως το σκοτάδι που πάντα πάλευα να νικήσω είναι στην πραγματικότητα ο καλύτερος μου συμμαχος”.

Δημοσθένης Δαββετας Καθηγητής Φιλοσοφίας της Τέχνης ,ποιητής, εικαστικός, γεωπολιτιστικος αναλυτής.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ