Επιστήμονες και εκπρόσωποι των κομμάτων συμφωνούν ότι το δημογραφικό πρέπει να αντιμετωπιστεί σε επίπεδο πολιτείας με πολιτικές που θα έχουν συνέχεια και θα ενισχύονται και δεν θα αλλάζουν, θα καταργούνται ή θα αναιρούνται από την εκάστοτε κυβέρνηση.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης το 2019 θέσπισε χαρτοφυλάκιο δημογραφικής πολιτικής, ενώ παράλληλα ανακοινώθηκαν μέτρα για τη στήριξη των νέων ζευγαριών σε ζητήματα στέγασης, παροχή ατόκων ή χαμηλότοκων δανείων, επιδότηση 2.000 ευρώ για τις νέες γέννες, θέσπιση αφορολογήτου, μείωση ΦΠΑ των βρεφικών ειδών από 24% στο 13%, πρόγραμμα υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, κατάργηση για τους πολυτέκνους του φόρου πολυτελούς διαβίωσης για εξαθέσιο και άνω επιβατικό ΙΧ, διεύρυνση της χρηματοδότησης και των εισοδηματικών κριτηρίων για το voucher για τους βρεφονηπιακούς σταθμούς, σταδιακή προσαρμογή των σχολικών ωραρίων στα ωράρια πλήρους απασχόλησης των εργαζομένων, το πρόγραμμα «Νταντάδες της γειτονιάς», διεύρυνση της χρηματοδότησης και των εισοδηματικών κριτηρίων για το voucher της Ψηφιακής Μέριμνας, εισαγωγή της σεξουαλικής αγωγής στα σχολεία, κίνητρα για την επιστροφή στην Ελλάδα νέων που έφυγαν στο εξωτερικό κ.ά.

Το σύνολο των μέτρων περιγράφεται και κωδικοποιείται στον επίσημο ιστόσοπο του υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων ως εξής:

«Για να σημειωθεί αύξηση των γεννήσεων πρέπει να δημιουργηθεί ένα ευνοϊκότερο πλαίσιο για την απόκτηση παιδιών με περισσότερα κίνητρα και ένα υποστηρικτικό στην οικογένεια εργασιακό και κοινωνικό περιβάλλον. Παράλληλα, οι επιδοματικές πολιτικές πρέπει να συνδυαστούν με μέτρα για την ουσιαστική ισότητα των δύο φύλων και την εναρμόνιση της οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής, με σκοπό τη βελτίωση της καθημερινότητας όλων των μελών της οικογένειας».

Μέτρα με απόδοση… εικοσαετίας

Όπως εξηγεί η καθηγήτρια Οικονομικής Δημογραφίας στο Τμήμα Γεωγραφίας του Χαροκοπείου Πανεπιστημίου, Αλεξάνδρα Τραγάκη:

«Από το 1981 και μετά, με την γονιμότητα να πέφτει κάτω από 2,1 παιδιά ανά γυναίκα -αυτός ο αριθμός διατηρεί το μέγεθος του πληθυσμού, είναι αναμενόμενη αυτή η εξέλιξη σε ό,τι αφορά την μείωση του πληθυσμού. Από το 1990 η γονιμότητα είναι σταθερά κάτω από το 1,5. Μία πρώτη συζήτηση για το δημογραφικό έγινε στη Βουλή το 1992.

Αν λοιπόν το επίδομα των 2.000 ευρώ δινόταν τότε, και όχι σήμερα, θα είχαν πειστεί περισσότερες γυναίκες να κάνουν παιδιά. Για να αντιστραφεί αυτό θα πρέπει η γονιμότητα να είναι άνω του 2,5. Οι θάνατοι χωρίς να κάνουμε κάτι λάθος, θα συνεχίσουν να αυξάνονται.

Για την επόμενη εικοσαετία λοιπόν, ακόμα και αν οι γυναίκες κάνουν περισσότερα παιδιά και δοθούν και άλλα κίνητρα αποτελέσματα δεν θα φανούν στο φυσικό ισοζύγιο, και αυτό είναι το αποκαρδιωτικό. Μπορεί να πάρει κάποιος μέτρα, να αλλάξει η τάση αλλά αποτελέσματα δεν βλέπεις άμεσα. Πρέπει να υπάρξει συνέπεια και υπομονή. Η επιδείνωση της δημογραφικής εξέλιξης είναι μη αναστρέψιμη» εξηγεί.

Και συμπληρώνει:

«Η δημογραφική πολιτική για να αποδώσει πρέπει να έχει μία συνέπεια. Άμα θέλεις να κάνεις σωστή δημογραφική πολιτική δεν πρέπει να στοχεύσεις απευθείας στο πρόβλημα. Η σωστή πολιτική είναι να δημιουργήσουμε το πλαίσιο με περισσότερους παιδικούς σταθμούς, συμφιλιώνοντας την εργασία με την οικογένεια, με την μείωση των τιμών των ακινήτων, ενίσχυση της εκπαίδευσης που είναι καθοριστικός παράγοντας για την γονιμότητα. Εάν βελτιωθεί το πλαίσιο, τότε θα έχεις τα επιθυμητά επίπεδα γονιμότητας».

Όταν μιλάμε για δημογραφικό πρόβλημα στην Ελλάδα, λέει η καθηγήτρια Οικονομικής Δημογραφίας, το περιορίζουμε στη μείωση των γεννήσεων.

«Το νούμερο ένα ζήτημα του δημογραφικού προβλήματος είναι ότι γερνάει ο πληθυσμός της χώρας μας, γιατί αυξάνεται το ποσοστό των ηλικιωμένων σε αυτό: είτε γιατί μειώνονται τα παιδιά, είτε γιατί ζούμε περισσότερο. Αυτό σημαίνει ότι όλο και μεγαλύτερο μερίδιο του πληθυσμού μετακινείται σε ηλικίες άνω των 60 ετών και 70 ετών. Η διαχείριση αυτού το πληθυσμού είναι η μεγάλη πρόκληση της επόμενης δεκαετίας, αν αναλογιστούμε ότι ο μισός πληθυσμός της χώρας μας είναι άνω των 45 ετών. Το νούμερο είναι τεράστιο και θέλει διαχείριση σε επίπεδο οικονομίας και κοινωνίας» υπογραμμίζει.

Το πρόβλημα, όπως σημειώνει δεν είναι ελληνικό αλλά πανευρωπαϊκό. «Είναι τάση να καθυστερούν οι γεννήσεις. Κάνουμε όλο και πιο αργά παιδιά, γιατί σπουδάζουμε περισσότερο, διότι θέλουμε να διασφαλίσουμε ένα επίπεδο ζωής πριν φτιάξουμε τη δική μας οικογένεια και γιατί υπάρχουν αντικειμενικές δυσκολίες στο να δημιουργήσει κάποιος το δικό του σπίτι: υψηλά ενοίκια, χαμηλοί μισθοί σε σχέση με το επίπεδο ζωής. Υπάρχει μία ευρωπαϊκή ανησυχία και συζήτηση.

Δεν θα μας διευκόλυνε μία ευρωπαϊκή κοινή πολιτική αλλά μία περιφερειακή πολιτική θα ήταν πιο χρήσιμη, ακόμα και εντός της Ελλάδας. Να εστιάσουμε στα ιδιαίτερα προβλήματα κάθε περιοχής στην χώρα και να ληφθούν συγκεκριμένα μέτρα και πολιτικές. Να δοθεί έμφαση στις επιμέρους ιδιαιτερότητες της κάθε περιοχής» τονίζει η κ. Τραγάκη.

Πολυπαραγοντικό πρόβλημα

Μεταξύ άλλων, οι ειδικοί προτείνουν για την αντιμετώπιση επιμέρους ζητημάτων του δημογραφικού την αξιοποίηση των ηλικιωμένων άνω των 65 ετών, οι οποίοι συνήθως τίθενται στο περιθώριο. Επίσης, την ενίσχυση των γεννήσεων με σταθερό τρόπο, καθώς το μοντέλο των μεγάλων οικογενειών με πολλά παιδιά δεν είναι πλέον «δελεαστικό» όπως εξηγούν.

Σύμφωνα με την μελέτη του Οργανισμού Έρευνας και Ανάλυσης «διαΝΕΟσις» στα τελευταία 65 χρόνια ο πληθυσμός της αυξήθηκε κατά 46%, αλλά στο ίδιο διάστημα ο πληθυσμός των μόνιμων κατοίκων της ηλικίας άνω των 65 ετών τετραπλασιάστηκε, ενώ ο πληθυσμός των ηλικίας άνω των 85 δεκαπλασιάστηκε.

Από την πλευρά του, ο Βύρων Κοτζαμάνης, καθηγητής Δημογραφίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας αναφερόμενος στο δημογραφικό εστιάζει στην άνιση κατανομή πληθυσμού στο χώρο, την συγκέντρωση δηλαδή του 70% του συνολικού πληθυσμού της χώρας σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και άλλες τέσσερις πόλεις που οδηγεί σε αποερημοποίηση περιοχών. Ως δεύτερη συνιστώσα του ζητήματος ο καθηγητής εντοπίζει τη μικρότερη σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες ταχύτητα με την οποία αυξάνεται το προσδόκιμο ζωής.

Επίσης το γεγονός ότι κάθε γενιά γεννά λιγότερα παιδιά από την προηγούμενη (τους γονείς τους) κ.ο.κ με αποτέλεσμα να μειώνεται διαχρονικά ο μέσος όρος παιδιών άρα και οι γεννήσεις, την ώρα που οι θάνατοι αυξάνονται, το γεγονός ότι αυξάνεται η ηλικία εκείνων που κάνουν παιδιά, ενώ παράλληλα μειώνεται το πλήθος των ανθρώπων που αποφασίζουν να κάνουν παιδιά. «Κατά τη γνώμη μου δεν είναι μόνο οι λίγες γεννήσεις και οι περισσότεροι θάνατοι» λέει ο κ. Κοτζαμάνης.

Ο ίδιος προτείνει μεταξύ άλλων να ανακοπεί η ερημοποίηση περιοχών.

«Σε λίγο θα υπάρχουν νομοί που θα έχουν μόνο παππούδες. Είναι κάτι δύσκολο να ανατραπεί καθώς τις περασμένες δεκαετίες δεν υιοθετήθηκαν πολιτικές περιφερειακής ανάπτυξης» εξηγεί. Επίσης, να ανακοπεί η φυγή των νέων μας και να δημιουργηθεί ένα ευνοϊκότερο περιβάλλον για την οικογένεια και το παιδί.

«Έχοντας ως δεδομένο τις προαναφερθείσες τάσεις και τις αναμενόμενες εξελίξεις τις αμέσως επόμενες δεκαετίες οι προκλήσεις είναι προφανείς. Οι έχοντες την ευθύνη σχεδιασμού και λήψης αποφάσεων σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο δεν είναι δυνατόν να παραμένουν επομένως θεατές.

Οφείλουν αφενός μεν να θεωρήσουν ως δεδομένες κάποιες μη αναστρέψιμες τις αμέσως επόμενες δεκαετίες δημογραφικές τάσεις, να εκτιμήσουν τις επιπτώσεις τους και να τις λάβουν υπόψη τους αφετέρου δε, να λάβουν από τώρα τα προσήκοντα μέτρα για την μεσο-μακροπροθεμα αναστροφή των τάσεων αυτών.

Επομένως προσαρμογή στις αναμενόμενες αλλαγές (pre-activity) και δράσεις (pro-activity) θα πρέπει να αντικαταστήσουν την όποια παθητικότητα και στάσεις αναμονής» καταλήγει ο κ. Κοτζαμάνης.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ