Πανηγυρίζει στις 26 Ιουνίου η Μονή Λατόμου
Η Μονή Λατόμου – Όσιος Δαβίδ – βρίσκεται στην Άνω Πόλη στο τέρμα της οδού Αγίας Σοφίας κάτω και νοτιοδυτικά της Μονής Βλατάδων, σε πάροδο της οδού Τιμοθέου.
Αρχικά η μονή ήταν του προφήτου Ζαχαρίου, ενώ αργότερα αφιερώθηκε στο «Χριστόν Θεόν και Σωτήρα », ή όπως λεγόταν μοναστήρι του Σωτήρος Χριστού του Λατόμου ή των Λατόμων, πιθανόν από την παράσταση του περίφημου ψηφιδωτού του « Οράματος Ιεζεκιήλ » στο τεταρτοσφαίριο της κόγχης του ιερού βήματος, που αποκαλύφθηκε με θαυματουργικό τρόπο στο μοναχό και άγιο, Σενούφιο, ύστερα από μεγάλο σεισμό. Αυτό συνέβη τον 9ο αιώνα στα χρόνια του Λέοντος Αρμενίου (813 – 820). Επιπλέον επικρατεί και η άποψη ότι το όνομα «μονή Λατόμου» οφείλεται στα λατομεία που υπήρχαν στην περιοχή.
Η αφιέρωση της μονής στη μνήμη του οσίου Δαβίδ έγινε στα 1921 όταν από τζαμί, γνωστό με την επωνυμία Suluca, Κεραμεντίμ ή Μουράτ, ξανάγινε χριστιανικός ναός από ανάγκη να τιμηθεί ο «εν Θεσσαλονίκη ασκήσας ούτος άγιος» και υπήχθη στην Ενορία των Ταξιαρχών.
Η ιστορία της μονής μπορεί να συνοψισθεί ως εξής: Η κόρη του αυτοκράτορα Μαξιμιανού Γαλερίου, Θεοδώρα, έχτισε σ’ αυτό το χώρο που λειτουργούσαν λατομεία, «βαλανείο» (λουτρό) που κρυφά λειτουργούσε ως «ιερόν πνεύματος Θεού καταγώγιον». Κατά τους μελετητές η Θεοδώρα είχε κρυφά κατηχηθεί στη χριστιανική πίστη και βαπτισθεί από τον αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Αλέξανδρο και στην πρώτη ευκαιρία που ο πατέρας της έφυγε από τη Θεσσαλονίκη για κάποια εκστρατεία μετέτρεψε το ρωμαϊκό βαλανείο σε χριστιανικό ναό. Πηγές αναφέρουν ότι όταν πληροφορήθηκε ο αυτοκράτορας το γεγονός αυτό διέταξε και θανάτωσαν την κόρη του.
Το καθολικό του μοναστηριού είχε διακοσμηθεί με ψηφιδωτά και ανεικονικές τοιχογραφίες με δαπάνη κάποιας άγνωστης γυναίκας, όπως αναφέρεται στην αφιερωματική επιγραφή που συνοδεύει το ψηφιδωτό. Η άγνωστη αυτή γυναίκα, σύμφωνα με τις πηγές, είναι η Θεοδώρα κόρη του Γαλερίου. Το 12ο αιώνα η μονή ανακαινίζεται και διακοσμείται με τοιχογραφίες ενώ στο τέλος του επόμενου αιώνα ή στις αρχές του 14ου αι. ανανεώνεται ο ζωγραφικός διάκοσμος του καθολικού.
Κτισμένος τον 5ο αιώνα ως Καθολικό της Μονής του Σωτήρος Χριστού του Λατόμου, ο ιερός αυτός ναός βρίσκεται στην Άνω Πόλη της Θεσσαλονίκης, κοντά στη Μονή Βλατάδων. Η μονή Λατόμου χαρακτηρίζεται ως ένα από τα σημαντικότερα μνημεία, λόγω του μοναδικού παλαιοχριστιανικού ψηφιδωτού διάκοσμου και των βυζαντινών τοιχογραφιών που κοσμούν τον ναό.
Με την άλωση της Θεσσαλονίκης, το 1430, μετατράπηκε σε τζαμί και στις αρχές του 20ου αιώνα, όταν επανήλθε στη χριστιανική λατρεία, του αποδόθηκε επίσης η ονομασία Όσιος Δαβίδ, για να τιμηθεί ο σημαντικός ασκητής άγιος της Θεσσαλονίκης. Η προσωνυμία του «Λατόμου» οφείλεται στα λατομεία που υπήρχαν στην περιοχή.
Για το μνημείο υπάρχει αγιολογική μαρτυρία στο κείμενο του μοναχού Ιγνατίου του 9ου αιώνα, η Διήγηση, η οποία παραδίδει ότι το μνημείο χτίστηκε από την Θεοδώρα, την κόρη του αυτοκράτορα Μαξιμιανού, διώκτη των χριστιανών. Η Θεοδώρα ασπάστηκε κρυφά τον χριστιανισμό και ζήτησε από τον πατέρα της να της κτίσει μια οικία με λουτρό. Η ίδια όμως αντί για λουτρό έχτισε ναό. Την κόγχη του ναού τη διακόσμησε με ψηφιδωτό, το οποίο κάλυψε με δέρμα βοδιού και σοβά, για να μην προδοθεί. Το ψηφιδωτό αποκαλύφθηκε με θαυμαστό τρόπο στον μοναχό Σενούφιο μετά την εικονομαχία, όταν στη διάρκεια ενός σεισμού κατέπεσε το κονίαμα και το δέρμα.
Αρχικά ο ναός ήταν ένα τετράγωνο κτίσμα με αψίδα στην ανατολική πλευρά, χωρισμένος σε τέσσερα διαμερίσματα που έδιναν στην κάτοψη του κυρίως ναού τη μορφή σταυρού (αρχιτ. σταυρόσχημος εγγεγραμμένος σε τετράγωνο). Σήμερα δε σώζεται το δυτικό τμήμα του μνημείου.
Στα δείγματα της παλαιοχριστιανικής τέχνης ανήκει το ψηφιδωτό της κόγχης του Ιερού, που αποτελεί μοναδικό στα παγκόσμια χρονικά ψηφιδωτό. Απεικονίζεται το όραμα του προφήτη Ιεζεκιήλ με αγένειο τον Χριστό, περιβαλλόμενο από ουράνιες δυνάμεις και προφήτες. υπέροχο ψηφιδωτό αποκαλύφθηκε στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντος του Αρμενίου (813 – 820) κατά τη διάρκεια ενός σεισμού. Κατά τη διάρκεια της εικονομαχίας το ψηφιδωτό καλύφθηκε με δέρμα βοδιού και κονίαμα.
Στο ψηφιδωτό αναπαρίσταται το «όραμα του Ιεζεκιήλ» και χρονολογείται στα τέλη του 5ου αιώνα, περίοδος που χτίστηκε ο ναός. Απεικονίζει τον Χριστό σε εφηβική ηλικία, αγένειο, να κάθεται πάνω σε πολύχρωμο ουράνιο τόξο και να κρατάει στο αριστερό του χέρι ανοιχτό λητάριο. Κάτω από τα πόδια του κυλούν οι 4 ποταμοί του παραδείσου, Φισών, Γεών, Τίγρης και Ευφράτης. Γύρω του συμβολίζονται οι τέσσερις ευαγγελιστές, ο Ματθαίος ως άνθρωπος, ο Μάρκος ως λέοντας, ο Λουκάς ως βόδι και ο Ιωάννης ως αετός. Αριστερά του εικονίζεται ο Ιεζεκιήλ και δεξιά ο Αββακούμ, με το ψηφιδωτό να χαρακτηρίζεται από έντονους χρωματικούς τόνους, χαρακτηριστικό της παλαιοχριστιανικής ψηφιδογραφίας.