Κραυγή αγωνίας για τη Χαλκιδική που “βυθίζεται” από ανεξέλεγκτες ορδές βαλκάνιων οι οποίοι αγοράζουν σπίτια ή χτίζουν συγκροτήματα, με χρήματα αμφιβόλου προέλευσης, κάτω από τα μάτια της Πολιτείας που απλά παρακολουθεί το μεγάλο πλιάτσικο χωρίς να επεμβαίνει. Η πλειοψηφία των καταστημάτων έχουν πουληθεί ή παραχωρηθεί σε βαλκάνιους και είναι απορίας άξιο το πώς καταλήξαμε έτσι, όπως και το πώς η Πολιτεία άφησε την κατάσταση να εξελιχθεί σ’ αυτό το χάλι. Όσοι Έλληνες διαθέτουν εξοχικά συγκατοικούν, παρά τη θέλησή τους, με τουρίστες τρίτης κατηγορίας, που απλώνονται και καταλαμβάνουν όλο και περισσότερο χώρο, χωρίς σεβασμό στους κανόνες της χώρας που τους φιλοξενεί.
.Στις παραλίες οι τουρίστες στριμώχνονται ασφυχτικά ο ένας πλάι στον άλλο και είναι πια δύσκολο να βρεις μέρος να τοποθετήσεις μια ομπρέλα αφού τον μεγαλύτερο χώρο καταλαμβάνουν τα μπιτσόμπαρα, με ταρίφες 50, 40, 30 ευρώ, ανάλογα με το αν η ομπρέλα βρίσκεται πλάι στο κύμα ή στη δεύτερη ή τρίτη σειρά. Στις παραλίες δεν ακούγονται πια ελληνικά, ενώ οι Έλληνες δεν τολμούν να διαμαρτυρηθούν αφού δεν γνωρίζουν τι κατάληξη μπορεί να έχει ένας καυγάς. Οι τουρίστες πρωί πρωί “πιάνουν θέση” στην παραλία με τις πετσέτες τους, τις οποίες αφήνουν εκεί όλη μέρα, μέχρι αργά το βράδυ, ενώ ορισμένοι τις αφήνουν μόνιμα όσο διάστημα διαρκεί η παραμονή τους. Ο Έλληνας αισθάνεται πια όλο και περισσότερο ξένος στον τόπο του αφού τα ελληνικά σπανίζουν.
Η Χαλκιδική ξεπουλιέται ασύστολα και σε 10 χρόνια από τώρα δεν θα ανήκει πια στους Έλληνες. Αυτό που κάποτε ήταν το Ελληνικό καλοκαίρι, θα καταλήξει να είναι ένα άοσμο, απρόσωπο, χωρίς ταυτότητα καλοκαίρι των βαλκάνιων, με τους Έλληνες εκτοπισμένους στην τσιμεντούπολη, αδύναμους να συντηρήσουν τα εξοχικά τους. Η θάλασσα, από αγαθό, θα έχει μετατραπεί σε ένα καινούριο μαρτύριο και τότε ο Έλληνας, έχοντας πια χάσει το τελευταίο καταφύγιο χαλάρωσης και ηρεμίας, μέσα στην κόλαση που έχει γίνει η καθημερινότητά του, αναρωτιέμαι αν θα έχει περιθώρια αντίδρασης ή θα είναι πια πολύ αργά