Στις 12 Απριλίου 1945 ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Φραγκλίνος Ρούζβελτ, πεθαίνει. Ο Χάρι Τρούμαν, ο οποίος τον διαδέχεται, ανακαλύπτει κάτι που μέχρι τότε του ήταν παντελώς άγνωστο. Οι μυστικές υπηρεσίες τον ενημερώνουν πως υπάρχει σε εξέλιξη ένα απόρρητο σχέδιο που προβλέπει την κατασκευή της πρώτης ατομικής βόμβας. Πολύ γρήγορα θα βρισκόταν αντιμέτωπος με το δίλημμα του εάν θα έπρεπε να δώσει ή όχι την έγκρισή του για τη ρίψη μιας τέτοιας βόμβας στην Ιαπωνία, προκειμένου να λήξει ταχύτερα ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος που μαινόταν ήδη 5,5 χρόνια περίπου.

Επρόκειτο για μια άγνωστη τεχνολογία, με τρομακτικές δυνατότητες καταστροφής και συνέπειες που δεν τις χώραγε ο νους. Μετά βεβαιότητας πάντως θα πέθαιναν ακαριαία ή μέσα στις επόμενες ώρες εκατοντάδες χιλιάδες αθώοι πολίτες. Από μικρά παιδιά που έπαιζαν ανέμελα στο πάρκο και νεαρά ζευγάρια που ζούσαν τον έρωτά τους, έως ηλικιωμένους που νοσηλεύονταν σε γηροκομεία και νοσηλευτικά ιδρύματα. Παράλληλα μπορεί να ενισχυόταν η θέση των ΗΠΑ ως παγκόσμιας δύναμης, αλλά ταυτόχρονα να προκαλούνταν έντονες αντιδράσεις από τις άλλες χώρες, σύμμαχες και μη, καθώς επί της ουσίας μιλάμε για ένα έγκλημα πολέμου.

Ένα «Μικρό Αγόρι» θα σκορπούσε τον όλεθρο
Μετά από εκτενείς συζητήσεις με στρατιωτικούς και πολιτικούς του συμβούλους, ο Τρούμαν καταλήγει στη μεγάλη απόφαση που θα άνοιγε την πόρτα σε μια νέα, άκρως επικίνδυνη εποχή για το μέλλον της ανθρωπότητας. Αν και προβληματισμένος, δίνει το «πράσινο» φως για τη ρίψη της πυρηνικής βόμβας ουρανίου. Το «Little Boy» («Μικρό Αγόρι»), όπως το αποκάλεσαν οι αμερικανοί στρατιωτικοί, θα πέσει στην παραθαλάσσια πόλη της Χιροσίμα, το πρωινό της 6ης Αυγούστου 1945. Τέτοιες μέρες πριν από 79 χρόνια…

Ο καταξιωμένος αμερικανός 76χρονος δημοσιογράφος, Chris Wallace, στο νέο του βιβλίο υπό τον τίτλο «Χιροσίμα 1945, η αντίστροφη μέτρηση – Οι 116 μέρες που άλλαξαν τον κόσμο» (που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις «Μεταίχμιο»), ξεδιπλώνει με ρυθμό κατασκοπικού θρίλερ, το χρονικό των γεγονότων εκείνων των ημερών. Δεν αρκείται μονάχα στην περιγραφή των βομβαρδισμών και του ολέθρου που προκάλεσαν, αλλά εστιάζει στις αντιπαραθέσεις και τους ενδοιασμούς της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας, καθώς και στους προβληματισμούς των επιστημόνων. Ταυτόχρονα, φωτίζει τα γεγονότα από την οπτική γωνία όσων πρωταγωνίστησαν στη λήψη και την εκτέλεση της σχετικής απόφασης, ενώ µε αμεσότητα, παρουσιάζει τη ζωή των αμερικανών και ιαπώνων πολιτών τον καιρό του πολέμου.

Δύο ημέρες πριν από τη ρίψη της βόμβας ενημερώνονται οι πιλότοι
Όπως διαβάζουμε, στις 4 Αυγούστου 1945, δύο εικοσιτετράωρα πριν τη ρίψη της βόμβας πραγματοποιείται από τους Αμερικανούς αξιωματικούς ενημέρωση των πληρωμάτων των βομβαρδιστικών αεροσκαφών B-29, για την αποστολή στη Χιροσίμα. «Μπροστά από την οθόνη στεκόταν ο πλοίαρχος Γουίλιαμ Πάρσονς, ο βοηθός του καθώς και κάποιοι με πολιτικά ρούχα, προφανώς επιστήμονες. Ο Πάρσονς έβγαλε από την τσάντα του μια μπομπίνα με φιλμ, την οποία ένας τεχνικός πέρασε στον προτζέκτορα απέναντι από την οθόνη» αναφέρει. Και συνεχίζει: «Ο Πάρσονς είχε προετοιμαστεί πολύ καλά για την ομιλία του. Θα αποκάλυπτε κάποια στοιχεία για τη βόμβα, όχι όμως και όλες τις λεπτομέρειες. Θα ενημέρωνε τους παρόντες για τους κινδύνους του εγχειρήματος, αφήνοντας κάποια ουσιώδη στοιχεία της «μυστικής αποστολής» αδιευκρίνιστα».

«Η στιγμή έφθασε»
Λίγη ώρα αργότερα στην αίθουσα ενημέρωσης των πληρωμάτων θα εμφανιστεί και ο συνταγματάρχης Πολ Τίμπετς. Είχε τη φήμη του καλύτερου πιλότου της Αεροπορίας Στρατού και θα ήταν ο πιλότος του αεροσκάφους που θα έριχνε την βόμβα. «Η στιγμή έφτασε» είπε. «Πολύ πρόσφατα, το όπλο που θα χρησιμοποιήσουμε δοκιμάστηκε με επιτυχία σε αμερικανικό έδαφος. Οι διαταγές που έχουμε λάβει είναι να πλήξουμε με αυτό τον εχθρό». Στη συνέχεια απαρίθμησε τους πιθανούς στόχους και διευκρίνισε πως το μυστικό όπλο, θα το έριχνε το δικό του Β-29, το υπ’ αριθμόν «82». Κανένας δεν έδειξε να εκπλήσσεται γι’ αυτό.

Ο Πάρσονς ξαναπήρε τον λόγο αλλά φρόντισε να μην χρησιμοποιήσει τον όρο «ατομική βόμβα», προτιμώντας να είναι απλώς περιγραφικός ως προς την ισχύ και τις δυνατότητες του νέου όπλου. Κάποιες στιγμές τα λεγόμενά του παρέπεμπαν σε μυθιστορήματα ή σε περιοδικά με κόμικς επιστημονικής φαντασίας. Όταν ο Πάρσονς έδωσε εντολή στον τεχνικό να αρχίσει να προβάλλει το φιλμ, υπήρξε κάποια εμπλοκή και το φιλμ μπλέχτηκε στα δόντια του προτζέκτορα. Ακούστηκαν τρανταχτά γέλια από τους παρόντες. Η επίδειξη της τελευταίας λέξης της τεχνολογίας του πολέμου είχε εμποδιστεί από έναν ταπεινό προτζέκτορα.

«Κανένας ακριβώς δεν ξέρει τι θα συμβεί όταν πέσει η βόμβα»
Ο Πάρσονς, ψύχραιμος, είπε στον τεχνικό να εγκαταλείψει την προσπάθεια. Θα τους περιέγραφε εκείνος όσα έδειχνε το φιλμ, τη δοκιμή δηλαδή του νέου όπλου. «Η λάμψη από την έκρηξη έγινε ορατή πάνω από δέκα μίλια μακριά», είπε. «Ένας στρατιώτης που βρισκόταν δέκα χιλιάδες πόδια μακριά έπεσε στο έδαφος. Ένας άλλος σε απόσταση μεγαλύτερη από πέντε μίλια τυφλώθηκε. Ακόμα και μια κοπέλα τυφλή εκ γενετής, σε μια πόλη που απείχε αρκετά μίλια από το σημείο της έκρηξης, «είδε» τη λάμψη. Όσο για τον θόρυβο από την έκρηξη, αυτός ακούστηκε σε απόσταση πενήντα μιλίων (σ.σ. 80,4 χλμ.)». Όλοι κρέμονταν πλέον από τα χείλη του.

«Κανένας δεν ξέρει τι ακριβώς θα συμβεί, όταν πέσει η βόμβα. Θα είναι η πρώτη φορά που θα συμβεί κάτι τέτοιο». Αμέσως μετά σχεδίασε στον μαυροπίνακα ένα σύννεφο σε σχήμα μανιταριού και είπε ότι αυτό το σύννεφο θα έφτανε τα δέκα χιλιόμετρα ύψος περίπου, ενώ η λάμψη που θα έχει προηγηθεί «θα ξεπεράσει αυτήν του ήλιου».

«Ό,τι έχουμε κάνει είναι ψιλοπράγματα σε σχέση με αυτό που έρχεται»
Οι άνδρες των πληρωμάτων άρχισαν να κάνουν κάποιες νευρικές κινήσεις έτσι όπως ήταν καθισμένοι στους πάγκους. Δεν χρειαζόταν να είναι επιστήμονας κανείς για να καταλάβει ότι θα ήταν όλοι τους στην ακτίνα όπου θα έφταναν η λάμψη και το σύννεφο.

Ένας από τους αξιωματικούς έδειξε τότε μια μάσκα σαν αυτές που φοράνε οι οξυγονοκολλητές, με σκούρο τζάμι. Ο Πάρσονς εξήγησε ότι όλα τα μέλη των πληρωμάτων τη στιγμή της έκρηξης θα έπρεπε να φοράνε μια τέτοια μάσκα.. Δεν μπορούσαν να ξέρουν, πρόσθεσε, ποιες ακριβώς θα ήταν οι επιπτώσεις από τη λάμψη, τα ωστικά κύματα και τη ραδιενέργεια.

Προκειμένου να μειωθούν οι σχετικοί κίνδυνοι, το Β-29 του Τίμπετς θα ήταν το μόνο που θα πετούσε πάνω από τον στόχο. Τα ωστικά κύματα θα μπορούσαν να προκαλέσουν ζημιά στο αεροσκάφος ή ακόμα και να το καταστρέψουν. Ήταν κι αυτό ένα ενδεχόμενο που δεν μπορούσε να αποκλειστεί. Ο Τίμπετς ήταν ο τελευταίος που πήρε τον λόγο. Επικράτησε ησυχία, όλα τα κεφάλια στράφηκαν προς το μέρος του.

Είπε πως αισθανόταν υπερήφανος για όλους τους. Είχαν δουλέψει πολύ σκληρά και για πολύ μεγάλο διάστημα, για μια αποστολή που τους ήταν άγνωστη μέχρι τότε. Όμως, αν όλα πήγαιναν καλά, θα μπορούσαν να λένε ότι βοήθησαν να τελειώσει νωρίτερα ο πόλεμος, ότι έσωσαν εκατοντάδες χιλιάδες ζωές.

«Ό,τι έχουμε κάνει μέχρι τώρα» συμπλήρωσε «είναι ψιλοπράγματα σε σύγκριση με όσα θα κάνουμε τις επόμενες μέρες». Οι άνδρες των πληρωμάτων βγήκαν από το τολ προβληματισμένοι, ανήσυχοι αλλά και εντυπωσιασμένοι,

9 ώρες και 15 λεπτά πριν από τη ρίψη της ατομικής βόμβας
Η μεγάλη ώρα πλησιάζει. Ούτε εκπαίδευση πια ούτε δοκιμαστικές πτήσεις. Τα μεσάνυχτα της Κυριακής 5 προς τη Δευτέρα 6Αυγούστου, ο Τίμπετς κάλεσε τα πληρώματα όλων των Β-29 που θα έπαιρναν μέρος στην επιχείρηση για μια τελευταία ενημέρωση. Είχε φτάσει η στιγμή να μάθουν με περισσότερες λεπτομέρειες περί τίνος ακριβώς πρόκειται. «Τόσων μηνών εκπαίδευση ήρθε η ώρα να αξιοποιηθεί» είπε. «Σύντομα θα ξέρουμε αν η αποστολή μας πέτυχε ή όχι. Ίσως οι στιγμές που θα ζήσουμε αποδειχτούν ιστορικής σημασίας. Θα ρίξουμε μια βόμβα διαφορετική απ’ όσες γνωρίζατε μέχρι σήμερα. Η εκρηκτική της ισχύς αντιστοιχεί σε αυτήν 20.000 τόνων δυναμίτη».

Ο Τίμπετς έμεινε για λίγο σιωπηλός, περιμένοντας να ακούσει πιθανές ερωτήσεις. Κανένας δεν μίλησε. Συνέχισε επαναλαμβάνοντας κάποια βασικά στοιχεία της αποστολής. Ένα Β-29 θα έμενε στην Ίβο Τζίμα ως εφεδρικό (σ.σ. στο στρατηγικής σημασίας νησί που είχαν καταλάβει οι Αμερικανοί και απείχε περίπου 1.200 χλμ. μακριά από το Τόκιο), τρία θα προηγούνταν για να ελέγξουν τις καιρικές συνθήκες πάνω από τους πιθανούς στόχους που είχαν τεθεί και άλλα τρία, αυτό που θα έριχνε τη βόμβα και δύο συνοδευτικά, θα απογειώνονταν από τη στρατιωτική βάση του νησιού Τινιάν (σ.σ. βρίσκεται στο αρχιπέλαγος των Μαριάνων στον δυτικό Ειρηνικό Ωκεανό) και θα κατευθύνονταν προς τον τελικό στόχο.

Σε αυτή την τελική ενημέρωση ήταν παρόντα τα πληρώματα μόνο των τριών Β-29 που θα κατευθύνονταν προς τον τελικό στόχο: του βομβαρδιστικού Enola Gay (που θα μετέφερε την ατομική βόμβα), του Great Artiste και του Necessary Evil.

Οι παρόντες είχαν ήδη φωτογραφίες από τη δοκιμή στο Νέο Μεξικό, είχαν ακούσει για τις καταστροφικές δυνατότητες της βόμβας, αλλά τους ήταν ακόμη δύσκολο να πιστέψουν πως μία και μόνο βόμβα θα μπορούσε να προκαλέσει τόσο συντριπτικές απώλειες στον εχθρό.
Από την άλλη, όλοι οι άνδρες του πληρώματος ένιωθαν ανακούφιση, έχοντας εκτελέσει την αποστολή τους στο ακέραιο. «Νομίζω πως αυτό είναι και το τέλος του πολέμου» είπε ο Τίμπετς στον Λιούις. Έπειτα, αφού έβαλε καπνό στην πίπα του και τράβηξε μια ρουφηξιά, υπαγόρευσε λίγα λόγια με σκοπό να σταλούν στη βάση τους. Ο πρώτος από τους πιθανούς στόχους είχε βομβαρδιστεί. Από την εικόνα που είχαν, οι συνέπειες ήταν οι αναμενόμενες. Δεν είχαν συναντήσει αντίσταση ούτε από αντιαεροπορικά πυρά ούτε από καταδιωκτικά του εχθρού. Συγχρόνως και ο Πάρσονς υπαγόρευε το δικό του μήνυμα στους προϊσταμένους τους: «Η οπτική εντύπωση ήταν πιο εντυπωσιακή και από αυτήν της έκρηξης στο Νέο Μεξικό (σ.σ. που είχε γίνει η δοκιμή της ατομικής βόμβας)». Τρία εικοσιτετράωρα αργότερα, στις 9 Αυγούστου 1945, οι Αμερικανοί θα έριχναν και δεύτερη βόμβα, αυτή τη φορά στο κοντινό Ναγκασάκι. Εδώ η βόμβα ήταν άλλου τύπου και χρησιμοποιούσε ως σχάσιμο υλικό το πλουτώνιο. Αυτή είχε λάβει το προσωνύμιο «Fat Man» («Χοντρός Άνδρας»).

Ενώ η μεγάλη πλειονότητα των Αμερικανών πανηγύριζε πλέον το τέλος του πολέμου στον Ειρηνικό, και εμμέσως την απόκτηση του υπερόπλου που ανάγκασε την Ιαπωνία να παραδοθεί, υπήρχαν και κάποιοι που είχαν ήδη αρχίσει να «κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου».

Την επόμενη ημέρα από την καταστροφή στη Χιροσίμα, οι New York Times έδιναν πανηγυρικό τόνο στην πρώτη τους σελίδα. Ωστόσο, στο κύριο άρθρο, ο τόνος ήταν πολύ διαφορετικός. «Χθες άνθρωποι χρησιμοποίησαν την ατομική ενέργεια με σκοπό τον αφανισμό άλλων ανθρώπων. Ένα νέο κεφάλαιο στην Ιστορία της ανθρωπότητας άνοιξε. […] Σφραγίσαμε τη νίκη μας στον Ειρηνικό, αλλά από την άλλη σπείραμε ανέμους» θα έγραφε.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ