Η 25η Δεκεμβρίου ήταν κατά το νέο τότε, ημερολόγιο η ημέρα του χειμερινού ηλιοστασίου. Αυτή την ημέρα οι εθνικοί γιόρταζαν την γενέθλια ημέρα του αήττητου ήλιου, την αύξηση δηλαδή της ημέρας, την νίκη του φωτός κατά του σκότους. Τελικά, στην παγανιστική αυτή εορτή η χριστιανική Εκκλησία αντέταξε την γέννηση του αληθινού φωτός του Χριστού.
Ωστόσο, στα πλαίσια της σύγχρονης έρευνας διατυπώνονται και άλλες απόψεις, οι οποίες αποτελούν προϊόν μιας διαφορετικής αποτίμησης της ιστορικής πραγματικότητας. Συγκλίνουν στη διαπίστωση ότι ο καθορισμός του εορτασμού της εορτής των Χριστουγέννων την 25η Δεκεμβρίου έγινε με εκκλησιαστική αυτοσυνειδησία και όχι με σκοπό την αντιγραφή παγανιστικών εορτών.
Σ’ αυτό συνεπικουρεί, κατά τη γνώμη των υποστηριχτών αυτής της άποψης, το γεγονός ότι η καθιέρωση της εορτής στη Ρώμη έγινε μετά την Α′ Οικουμενική Σύνοδο (335 μ. Χ.), η τελική αποδοχή της μετά τη Γ′ Οικουμενική Σύνοδο, ενώ κατά την εποχή που καθιερώθηκε η 25η Δεκεμβρίου ως ημέρα εορτής της Γέννησης του Χριστού στην Ρώμη δεν υπήρχε αντίστοιχη εορτή του ήλιου. Αυτή, ως απομεινάρι του παρελθόντος, είχε πλέον ατονήσει.
Επίσης, δεν υπάρχουν ιστορικές αποδείξεις που να επαληθεύουν την υπόθεση για την τοποθέτηση της 25ης Δεκεμβρίου πολύ πριν το 336, και μάλιστα στην εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, τον οποίο όλοι οι παραπάνω θεωρούν εμπνευστή της σύνδεσης του εορτασμού των γενεθλίων του Θεού ήλιου και του Χριστού.
Παράλληλα παρουσιάζεται και μια προσπάθεια χρονολόγησης των γεγονότων επί τη βάση της Αγίας Γραφής : Ο Πρόδρομος συνελήφθη στη μήτρα της Ελισάβετ έξι μήνες προ του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Πατέρας του Προδρόμου ήταν ο ιερέας Ζαχαρίας, που όταν μπήκε στο ιερό να θυσιάσει είδε τον άγγελο, ο οποίος του ευαγγελίσθηκε την μελλοντική σύλληψη του Προδρόμου.
Ο Ζαχαρίας ενδεχομένως – και εδώ τίθενται οι κατηγορηματικές ενστάσεις των σύγχρονων υπομνηματιστών – δεν εισήλθε στα άγια αλλά στα άγια των αγίων του Ναού. Στα άγια των αγίων έμπαινε ο αρχιερεύς μόνο μια φορά το έτος, την εορτή του εξιλασμού που τοποθετείται λίγο πριν την 23η Σεπτεμβρίου.
Με βάση αυτή την ημερομηνία οδηγούμαστε και από ένα άλλο δρόμο, στην κατάφαση της 25ης Δεκεμβρίου, ως ημέρα γέννησης του Κυρίου: τέλη Σεπτεμβρίου, σύλληψη του Προδρόμου, τέλη Μαρτίου, αρχή της κύησης της Θεοτόκου, τέλη Δεκεμβρίου, γέννηση του Χριστού. Μια δεύτερη απόδειξη που ενισχύει ακόμα περισσότερο τα παραπάνω, σχετίζεται με την απογραφή, η οποία αναφέρεται στα ευαγγέλια επί Καίσαρος Αυγούστου.
Απ’ τους καταλόγους αυτής της απογραφής, που φυλάσσονταν στη Ρώμη, μπορούσαν οι πιστοί να πληροφορηθούν την ακριβή ημέρα της γεννήσεως του Κυρίου.
Η καθιέρωση της εορτής των Χριστουγέννων
Η τελική καθιέρωση της εορτής των Χριστουγέννων την 25η Δεκεμβρίου και η αποκοπή του εορτασμού της από την εορτή των Φώτων, κάθε άλλο παρά έβλαψαν την μεγάλη αυτή εορτή. Έτσι, με το πέρασμα των αιώνων αποτέλεσε το κέντρο των ακινήτων εορτών, όχι μόνο γιατί είναι προϋπόθεση για τις άλλες εορτές αλλά και γιατί προάγει βαθύτατα μηνύματα και συμβολισμούς θεολογικά φορτισμένους.
Η μείωση, λοιπόν, της επιφάνειας της σε συνδυασμό με το βαθύτατο θεολογικό περιεχόμενο της, έδωσαν το έναυσμα στους μεν ποιητές ευχών και ύμνων να συνθέσουν καταπληκτικά έργα που λαμπρύνουν την υμνογραφία της εορτής, στους δε υπομνηματιστές της την δυνατότητα να καταγράψουν τους ποικίλους συμβολισμούς της και τις λυτρωτικές συνέπειες της στη ζωή της Εκκλησίας.
Ένα από τα μέσα της θεολογικής αυτής καταγραφής υπήρξαν και οι καταπληκτικές ομιλίες και Λόγοι των Πατέρων και εκκλησιαστικών συγγραφέων, που πραγματικά πλουτίζουν την εκκλησιαστική γραμματολογία και δίνουν αφορμή για βαθύτερους προβληματισμούς. Στη μελέτη αυτή θα στηριχτούμε στις ομιλίες των Πατέρων της Εκκλησίας στην εορτή των Χριστουγέννων κατά τον 4ο και 5ο αι. μ.Χ.
Η περίοδος αυτή αποτέλεσε δίκαια έναν σταθμό στην ιστορία της Εκκλησίας. Η παύση των διωγμών σε συνδυασμό με την αναγνώριση της χριστιανικής θρησκείας ως επίσημης θρησκείας του Βυζαντινού κράτους, δημιούργησε νέα δεδομένα : Τα προκληθέντα, κατά τους διωγμούς, μαρτύρια, αποτέλεσαν την βάση για την θέσπιση νέων εορτών, οπότε η ανάπτυξη αυτή του εορτολογίου και της λατρείας είχε και τις ανάλογες επιπτώσεις στο κήρυγμα, και άρα και στο κήρυγμα των Χριστουγέννων.
Από την άλλη πλευρά οι διάκονοι του κηρύγματος, κατά την εποχή αυτή, είχαν σπουδάσει σε διάφορες φημισμένες ρητορικές σχολές ή είχαν ασκήσει ενδεχομένως το επάγγελμα του δικηγόρου, οπότε προσέδωσαν και ανάλογη μορφή στο κήρυγμά τους. Έτσι, δίκαια μιλάμε για τους χρυσούς αιώνες του Χριστιανικού κηρύγματος.
Οι μεγάλοι Καππαδόκες Βασίλειος ο Καισαρείας, Γρηγόριος ο Νύσσης και Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο κορυφαίος εκκλησιαστικός ρήτορας όλων των εποχών Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο βαθύς Θεολόγος και δόκιμος ερμηνευτής Κύριλλος Αλεξανδρείας αλλά και οι Αμφιλόχιος Ικονίου, Πρόκλος Κωνσταντινουπόλεως, Θεόδοτος Αγκύρας και Παύλος Εμέσης, επιδόθηκαν σε ωραιότατες Ομιλίες και Λόγους στην εορτή των Χριστουγέννων και συνέβαλαν αποφασιστικά στην άνθηση του κηρύγματος κατά την περίοδο αυτήν.
Σε όλα τα παραπάνω κείμενα, που θα επικαλεστούμε στη συνέχεια της μελέτης μας, απηχείται η λαχτάρα των Πατέρων να διατρανώσουν αμετάκλητα και κατηγορηματικά την πλέον αδιαμφισβήτητη αλήθεια της ορθόδοξης θεολογίας και Πνευματικότητας : Ο Ιησούς Χριστός δεν είναι « ὁ κατά δόκησιν » ενανθρωπήσας Θεός των Μονοφυσιτών, ή ο « θεωθείς ἄνθρωπος » του Αρείου και του Νεστορίου, ούτε ο «θεωρητικός ή εμπειρικός ή ιστορικός ή όποιος άλλος » Χριστός των φιλοσοφικών σχολών.
Είναι ο Χριστός της αρχαιοπαράδοτης πίστης της Εκκλησίας. Είναι η υπερφυής ένωση του θείου και του ανθρώπινου στο πρόσωπο του Θεού Λόγου. Έτσι, λοιπόν, θεωρούμενη η ενσάρκωσή Του είναι η οριστική και τελειωτική συνάντηση του αιωνίου και εγχρόνου, του μεταφυσικού και ιστορικού, του απόλυτου και πεπερασμένου, η οριστική και τελειωτική αποκάλυψη του Θεού.
Σύμφωνα με το sansimera, ο Ιησούς Χριστός γεννήθηκε με υπερφυσικό τρόπο από την Παρθένο Μαρία σ’ ένα σπήλαιο της Βηθλεέμ, μεταξύ 7 και 4 π.Χ., σύμφωνα με διάφορους επιστημονικούς υπολογισμούς. Εκείνη την εποχή, βασιλιάς της Ιουδαίας ήταν ο Ηρώδης ο Μέγας, ηγεμόνας της Συρίας ο Κυρήνιος και αυτοκράτορας της Ρώμης ο Οκταβιανός Αύγουστος, ο οποίος είχε διατάξει απογραφή πληθυσμού των υπηκόων του. Γι’ αυτό και ο Ιωσήφ πήρε την ετοιμογέννητη Μαρία και μετέβησαν στη Βηθλεέμ από τη Ναζαρέτ, όπου διέμεναν.
Μετά τη γέννηση του Ιησού, ένας άγγελος εμφανίσθηκε στους ποιμένες της περιοχής, αγγέλλοντας το χαρμόσυνο γεγονός, ενώ πλήθος άλλων αγγέλων έψαλλαν «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία». Ενώ συνέβαιναν αυτά, άστρο φωτεινό εξ Ανατολής οδήγησε τρεις Μάγους (Μελχιόρ, Γάσπαρ, Βαλτάσαρ) στη Βηθλεέμ, όπου μαζί με τους βοσκούς προσκύνησαν τον Θεάνθρωπο, προσφέροντάς του χρυσό, λίβανο και σμύρνα.
Η φύση του αστέρα που οδήγησε τους Μάγους απασχόλησε όχι μονάχα τη θεολογία, αλλά και την αστρονομία. Κατά καιρούς οι επιστήμονες έχουν δώσει διάφορες ερμηνείες: ότι επρόκειτο για σύνοδο πλανητών, για υπερκαινοφανή αστέρα, για κομήτη, ακόμη και για μετεωρίτη. Η σύγχρονη αστρονομία, ωστόσο, δεν θεωρεί πειστικές τις ερμηνείες αυτές. Σε τελευταία ανάλυση, εκείνο που έχει σημασία για τους Χριστιανούς δεν είναι τόσο η φύση του φαινομένου, όσο η αξία του ως «σημείου» της έλευσης του Μεσσία, που εκπληρώνει τις προφητείες των Εβραϊκών Γραφών ερχόμενος στη Γη για να λυτρώσει τους ανθρώπους από τις αμαρτίες τους. Οι αρχαιότερες και πλέον αξιόπιστες εκκλησιαστικά πηγές για τη γέννηση του Ιησού περιέχονται στα Ευαγγέλια του Ματθαίου και του Λουκά, που είναι και οι μόνοι από τους τέσσερεις Ευαγγελιστές που ασχολούνται με τα της Γεννήσεως του Χριστού.
Ο εορτασμός των Χριστουγέννων στις 25 Δεκεμβρίου έλαβε καθολική μορφή στα μέσα του 4ου αιώνα μ.Χ, πρώτα στη Δύση και μετά στην Ανατολή. Μέχρι τότε η Γέννηση του Ιησού εορταζόταν στις 6 Ιανουαρίου μαζί με τη Βάπτιση κατά την εορτή των Θεοφανείων. Η Αρμενική Εκκλησία δεν δέχθηκε την αλλαγή και διατήρησε την παλαιότερη παράδοση, την οποία ακολουθούν σήμερα όσες Εκκλησίες ακολουθούν το παλαιό ημερολόγιο (Ιουλιανό). Για πρώτη φορά τα Χριστούγεννα καθιερώθηκαν ως αργία με τον Ιουστινιάνειο Κώδικα (529/534).Πάντως, η προσπάθεια εύρεσης του ακριβούς χρόνου της Γέννησης του Χριστού ξεκίνησε αρκετά νωρίς και έχει οδηγήσει σε διαφορετικά συμπεράσματα. Κάποιοι την τοποθετούν τη νύχτα της 19ης προς την 20η Απριλίου, άλλοι τον Ιανουάριο, ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς στις 18 Νοεμβρίου, ενώ σύμφωνα με τον Κυπριανό ο Χριστός γεννήθηκε στις 28 Μαρτίου.
Κατά τους πρώιμους εκκλησιαστικούς χρόνους η προσέλευση στη Θεία Κοινωνία απαιτούσε ολιγοήμερη νηστεία. Από τον έκτο αιώνα στα μοναστήρια είχε καθιερωθεί νηστεία σαράντα ημερών, η οποία κατά τον 12ο αιώνα επεκτάθηκε σε όλους τους Χριστιανούς της Ανατολής. Έτσι, η νηστεία των Χριστουγέννων ξεκινά από την εορτή του Αγίου Φιλίππου στις 14 Νοεμβρίου.
Η εκκλησιαστική ακολουθία των Χριστουγέννων ψάλλεται στις εκκλησίες νωρίς το πρωί, κατά το ξημέρωμα. Είναι πανηγυρική και γεμάτη λαμπρούς ύμνους των μεγάλων υμνογράφων της εκκλησίας, όπως του Ιωάννου Δαμασκηνού, του Ρωμανού του Μελωδού και του Κοσμά Μαϊουμά.