ΤΟΥΡΚΙΚΟΣ ΤΣΑΜΠΟΥΚΑΣ ΚΙ ΕΛΛΗΝΙΚΑ «ΓΙΑΒΟΛ ΜΑΙΝ ΚΟΜΑΝΤΑΝΤ»
Του Στέργιου Καλόγηρου
Σε βαθμό απελπισίας φτάνει πλέον ο έλληνας πολίτης, καθώς βλέπει την ελληνική κυβέρνηση να μη μπορεί – ή να μη θέλει να σταθεί με σθένος ενάντια στην τουρκική προκλητικότητα. Την ώρα που η Τουρκία σταθερά αποδεικνύει πως αποτελεί την πιο ενεργή σήμερα, αναθεωρητική δύναμη που πράττει και λειτουργεί με στόχο την αλλαγή και την επαναχάραξη των συνόρων στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής, οι Ελληνικές κυβερνήσεις στην πράξη και διαχρονικά, «σφυρίζουν αδιάφορα».
Η Τουρκική εξωτερική πολιτική, απόλυτα συνεπής με τις πάγιες θέσεις της από το 2004 αλλά και με το όραμα της «γαλάζιας πατρίδας», συνεχίζει επιδεικτικά να αγνοεί τα κυριαρχικά μας δικαιώματα με αποκορύφωμα την τελευταία NAVTEX για έρευνες ανάμεσα σε Ρόδο και Καστελόριζο, με την οποία επιδιώκει ξεκάθαρα να δημιουργήσει τετελεσμένα στην ελληνική υφαλοκρηπίδα.
Στην πραγματικότητα η τουρκική προκλητικότητα, βαθαίνει διαχρονικά και δεν αλλάζει. Αντιθέτως, μεγαλώνει και γιγαντώνεται. Και η απάντηση για το «πού θα φτάσει» αφορά στο ερώτημα: Έως πού θα της επιτρέψει η ελληνική υποχωρητικότητα να φτάσει; Η πολιτική του κατευνασμού και της υποχωρητικότητας που ακολουθείται μέχρι σήμερα, απέναντι στην Τουρκία, απέτυχε παταγωδώς. Ας το πάρουμε επιτέλους απόφαση. Η στάση του αδύναμου ραγιά που δέχεται κάθε ταπείνωση μεταφράζοντάς την ως διπλωματικό ελιγμό της Τουρκίας για εσωτερική κατανάλωση, πρέπει επιτέλους να λάβει τέλος και οι κυβερνήσεις να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων και να αναμετρηθούν με την Ιστορία. Οι συσσωρευμένες υποχωρήσεις και η επίπλαστη «αδιαφορία» απέναντι σε όσα προκλητικά και μεθοδικά εφαρμόζει η Τουρκία εξευτελίζουν τον Έλληνα, και μειώνουν την εθνική του αυτοπεποίθηση διαμορφώνοντας κλίμα απογοήτευσης και απελπισίας.
Οι Έλληνες πολίτες λίγα χρόνια πριν ψήφιζαν τον Αλέξη Τσίπρα την ώρα που μιλούσε για «γερμανοτσολιάδες» για να τον δουν αμέσως μόλις ανέλαβε την εξουσία να γίνεται ο καλύτερος φίλος της κας Μέρκελ και της φιλοτουρκικής πολιτικής της. Και δυστυχώς, η «γερμανοφιλία» συνεχίζεται με τον Έλληνα ψηφοφόρο να αναρωτιέται ως πότε θα υποκλινόμαστε στις προσταγές Μέρκελ. Η πολιτική του Βερολίνου που δε θέλει να «αγγίξει» ούτε μια τρίχα του Ερντογάν αποθρασύνει τους μουσουλμανο-εθνικιστές κι επιτρέπει το «ξεσάλωμα» της Άγκυρας εις βάρος της χώρας μας που μένει να χάσκει αμήχανα. Η Γερμανία, επιδεικνύοντας μυωπική προσκόλληση στα δικά της οικονομικά συμφέροντα με την Τουρκία, παραγνωρίζει τον ρόλο της ως κορυφαία ευρωπαϊκή δύναμη και αποδεικνύεται κατώτερη των περιστάσεων. Κι αυτή την Γερμανία, εμείς την ακολουθούμε κάνοντας τον μέσο Έλληνα σήμερα να νιώθει εντελώς απροστάτευτος. Δε βρίσκεται μόνο στο έλεος της οικονομικής κρίσης και του υπερεκτιμημένου κορονοϊού αλλά παράλληλα βλέπει να απειλείται διαρκώς η εδαφική του ακεραιότητα από την Τουρκία, την ίδια ώρα που η κυβέρνησή του ενδίδει στις εντολές της Γερμανίας και υποχωρεί απέναντι στις τουρκικές αξιώσεις. Κι ενώ η Γερμανική κυριαρχία στην Ευρώπη δείχνει να εδραιώνεται κάνοντας ακόμη και τον «φιλέλληνα» Μακρόν να συμμορφώνεται με τις αποφάσεις της, η ελληνική εξωτερική πολιτική στέκει ανίσχυρη και ενδοτική. Ο Έλληνας πολίτης γίνεται έρμαιο μιας αδύναμης και υποχωρητικής κυβερνητικής στάσης που ακολουθεί τις Γερμανικές προσταγές αντί να χαράσσει τη δική της στρατηγική. Σ’ αυτό το παιχνίδι ισχύος η χώρα μας οφείλει να αντιδράσει υπεύθυνα, δυνατά, ξεκάθαρα, αποτελεσματικά, έξυπνα και σταθερά, με γνώμονα το εθνικό συμφέρον.