Αλλαγές στον τραπεζικό χάρτη της χώρας με ενίσχυση του ανταγωνισμού και αλυσιδωτές θετικά επιπτώσεις στην ανάπτυξη της οικονομίας, τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά φέρνει η δημιουργία του 5ου τραπεζικού πόλου μετά την συμφωνία μεταξύ ΤΧΣ και Thrivest για την αύξηση μετοχικού κεφαλαίου της Αttica Bank και τη συγχώνευσή της με την Παγκρήτια Τράπεζα.
Παράλληλα με την υπογραφή της συμφωνίας αποφεύχθηκαν ισχυροί κλυδωνισμοί στο τραπεζικό σύστημα, νέο κύμα κόκκινων δανείων, «κούρεμα» καταθέσεων και ζημίες για το δημόσιο με τον εκμηδενισμό της αξίας της συμμετοχής του ΤΧΣ στην Αttica Bank.
Σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, ο νέος τραπεζικός πόλος θα φέρει οφέλη στις επιχειρήσεις και τους καταναλωτές καθώς με την ένταση του ανταγωνισμού ανοίγει ο δρόμος για ενίσχυση των χρηματοδοτήσεων σε νευραλγικούς για την ανάπτυξη της οικονομίας τομείς, στη «ροή ζεστού χρήματος» σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις, στην πτώση του κόστους δανεισμού και των προμηθειών και στην μείωση της ψαλίδας μεταξύ των επιτοκίων καταθέσεων και χορηγήσεων.
Αναλυτικά τις ζημίες που αποφεύχθηκαν περιγράφει ο διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Γιάννη Στουρνάρας, σε επιστολή του προς το υπουργείο Οικονομικών και το ΤΧΣ στην οποία επισημαίνονται μεταξύ άλλων τα εξής:
Σήμερα οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας συνολικά για τις δύο τράπεζες υπολείπονται κατά 106 εκατ. ευρώ των συνολικών κεφαλαιακών απαιτήσεων και σε κάθε περίπτωση δεν επαρκούν για να επιλυθεί το πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Η κάλυψη των κεφαλαιακών αναγκών θα ήταν αδύνατη χωρίς την ολοκλήρωση της συμφωνίας
Δεδομένης της ευάλωτης οικονομικής κατάστασης των δυο τραπεζών θα ήταν εξαιρετικά πιθανό το σενάριο σημαντικής εκροής καταθέσεων στην περίπτωση μη επίτευξης συμφωνίας. Αυτό θα οδηγούσε νομοτελειακά στην κατάρρευσή τους καθώς δεν θα είχαν πρόσβαση σε δανεισμό από την ΕΚΤ, ενώ δεν διαθέτουν επαρκή ρευστά διαθέσιμα για την κάλυψη ακραίων εκροών καταθέσεων. Παρά το σχετικά χαμηλό μέγεθος των 2 τραπεζών τυχόν κατάρρευσή τους θα είχε σοβαρές επιπτώσεις στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα του ελληνικού τραπεζικού κλάδου.-
Καμία από τις 2 τράπεζες δεν καλύπτει τις προϋποθέσεις του ν. 4261.2014 περί μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων της εκκαθάρισης. Ως εκ τούτου δεν θα μπορούσε να μεταβιβασθεί το σύνολο των καταθέσεων σε άλλο πιστωτικό ίδρυμα και οι μη καλυμμένες καταθέσεις θα χάνονταν. Με στοιχεία 31.3.2024 οι μη εγγυημένες καταθέσεις είναι 909 εκατ. για την Αttica Bank και 726 εκατ. για την Παγκρήτια. Άρα, θα υπήρχε απώλεια αποταμιεύσεων πάνω από 1,6 δισ. ευρώ. Καθώς οι καταθέσεις αυτές αφορούν κυρίως επιχειρήσεις και νοικοκυριά, στο σενάριο αυτό θα προέκυπτε νέο κύμα μη εξυπηρετούμενων δανείων καθώς το «κούρεμα» των καταθέσεων θα είχε πιθανότατα μη αναστρέψιμες επιπτώσεις στη δυνατότητά τους να αντεπεξέλθουν στην εξυπηρέτηση του χρέους τους. Επισημαίνεται ότι μεταξύ των μεγαλύτερων καταθετών των δύο τραπεζών βρίσκονται και φορείς του Ελληνικού Δημοσίου οι οποίοι θα υφίσταντο τις σχετικές συνέπειες.
Θα υπήρχαν δευτερογενείς επιπτώσεις στις σημαντικές τράπεζες μέσω αυξημένων εισφορών προς το Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων (ΤΕΚΕ). Συγκεκριμένα το ΤΕΚΕ θα εξαντλούσε τα διαθέσιμά του μόνο για την πληρωμή των καλυμμένων καταθέσεων της Τράπεζας Αττικής (1,8 δισ. ευρώ). Άρα θα έπρεπε να αντλήσει από τις άλλες τράπεζες κεφάλαια για την πληρωμή των καλυμμένων καταθέσεων της Παγκρήτιας (1,7 δισ. ευρώ) και πρόσθετα κεφάλαια προκειμένου να έφθανε εντός τετραετίας το στόχο του 0,8% επί των καλυμμένων καταθέσεων (περίπου 1,1 δισ. ευρώ), σύμφωνα με την σχετική Ευρωπαϊκή Οδηγία, τα οποία θα επιβάρυναν τις υπόλοιπες εγχώριες τράπεζες.
Καθώς θα είναι η πρώτη φορά από την αρχή της κρίσης που θα «κουρεύονταν» καταθέσεις στην χώρα μας, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα κλονιζόταν η εμπιστοσύνη των αποταμιευτών και θα ήταν πιθανό να βλέπαμε «bank run» (μαζικές αποσύρσεις καταθέσεων) σε λιγότερο σημαντικές ή «ευάλωτες» τράπεζες, χωρίς να μπορούσαν να αποκλειστούν επιπτώσεις και στην ρευστότητα των σημαντικών τραπεζών.
Η αναταραχή που θα είχε προκληθεί στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, θα είχε επιπτώσεις στη διάθεση του υφιστάμενου ποσοστού του ΤΧΣ στην Εθνική Τράπεζα, καθώς και στην πρόσβαση των ελληνικών τραπεζών στις αγορές χρήματος και κεφαλαίων.
Η κεφαλαιακή κατάρρευση δύο τραπεζών θα είχε ανυπολόγιστες συνέπειες στην επενδυτική εμπιστοσύνη η οποία ανακτάται με μεγάλη προσπάθεια, βήμα – βήμα τα τελευταία πέντε χρόνια.
Το «κούρεμα» των καταθέσεων που αποφεύχθηκε καθ’ όλη τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης θα συνέβαινε τώρα και θα προκαλούσε αλυσιδωτές επιπτώσεις στο τραπεζικό σύστημα, την εθνική οικονομία και την εικόνα της χώρας ως επενδυτικού προορισμού.
Πέρα από τις επισημάνσεις του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος σύμφωνα με το υπουργείο Οικονομικών η κεφαλαιακή κατάρρευση δύο τραπεζών θα είχε ανυπολόγιστες συνέπειες στην επενδυτική εμπιστοσύνη η οποία ανακτάται με μεγάλη προσπάθεια, βήμα – βήμα τα τελευταία πέντε χρόνια ενώ το «κούρεμα» των καταθέσεων που αποφεύχθηκε καθ’ όλη τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης θα συνέβαινε τώρα και θα προκαλούσε αλυσιδωτές επιπτώσεις στο τραπεζικό σύστημα, την εθνική οικονομία