Στις 24 Ιουλίου συμπληρώθηκαν 100 χρόνια από την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης. Πρόκειται για τη συνθήκη που ρύθμισε εδαφικές και άλλες εκκρεμμότητες ανάμεσα στους Συμμάχους της Entente και την Τουρκία, η οποία αν και ηττημένη στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο εμφανιζόταν να βρίσκεται πλέον σε θέση ισχύος μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Η Συνδιάσκεψη της Λωζάνης ξεκίνησε στις 8/21 Νοεμβρίου 1922. Κατά την εναρκτήρια συνεδρίαση προήδρευσε, τιμής ένεκεν, ο Πρόεδρος της Ελβετίας. Στη Λωζάνη βρίσκονταν αντιπρόσωποι από τη Μεγάλη Βρετανία, τη Γαλλία, την Ιταλία, την Ιαπωνία, τη Ρουμανία, τη Σερβία και βέβαια την Ελλάδα από τη μία πλευρά και την Τουρκία από την άλλη.
Επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος και, ανάμεσα στα άλλα μέλη, ο Ανδρέας Μιχαλακόπουλος, ο Αλέξανδρος Μαζαράκης-Αινιάν, ο Μιχαήλ Θεοτοκάς, ειδικός σε θέματα Πατριαρχείου/Οικονομικών, και ο Δημήτριος Κακλαμάνος. Επικεφαλής της τουρκικής αντιπροσωπείας ήταν ο Ισμέτ πασάς, μετέπειτα Ισμέτ Ινονού.
Επικεφαλής της γαλλικής αντιπροσωπείας ήταν ο Πουανκαρέ και οι πρέσβεις Μπαρέρ και Μπομπάρ, της βρετανικής ο υπουργός Εξωτερικών λόρδος Κέρζον και ο πρέσβης Ρούμπολντ και της ιταλικής ο Μουσολίνι και οι διπλωμάτες Γκαρόνι, Μοντανά και Λάγκο. Επικεφαλής της Σερβίας και της Ρουμανίας ήταν οι υπουργοί Εξωτερικών των δύο χωρών και της Βουλγαρίας ο πρωθυπουργός Σταμπολίνσκι.
Υπήρχαν επίσης στη Λωζάνη αμερικανική αντιπροσωπεία, με τους διπλωμάτες Τσάιλντ και Γκρου και τον ναύαρχο Μπρίστολ, καθώς και σοβιετική αντιπροσωπεία, με επικεφαλής τον υπουργό Εξωτερικών Τσιτσέριν και τους διπλωμάτες Ρακόβσκι, Μντιβάνι και Βορόβσκι. Η Ιαπωνία, καθώς δεν είχε συμφέροντα στη Μέση Ανατολή εκείνη την εποχή, έστειλε αντιπροσωπεία στη Λωζάνη, χωρίς όμως να λάβει ενεργό μέρος στις διαπραγματεύσεις.
Τέλος, υπήρχαν αντιπρόσωποι από τις ευρωπαϊκές χώρες (Βέλγιο, Πολωνία, Σουηδία, Δανία, Νορβηγία, Ισπανία, Πορτογαλία και Αλβανία) που είχαν εμπορικές και οικονομικές σχέσεις και συμφωνίες Διομολογήσεων (μόνο η Αλβανία δεν είχε) με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, οι οποίοι συμμετείχαν όταν κρινόταν απαραίτητο από τους προέδρους των επιτροπών και υποεπιτροπών της Συνδιάσκεψης.
Να σημειώσουμε ότι αρχικά υπήρχε πρόθεση από τους Συμμάχους να κληθούν εκπρόσωποι της κυβέρνησης του σουλτάνου, αλλά και κεμαλικοί. Ομως η επίσημη κυβέρνηση της Τουρκίας παραιτήθηκε στις 22 Οκτωβρίου/4 Νοεμβρίου και ο σουλτάνος φυγαδεύτηκε στις 4/17 Νοεμβρίου 1922 με αγγλικό πλοίο στη Μάλτα. Την εποχή της Συνδιάσκεψης οι αγγλογαλλικές σχέσεις ήταν τεταμένες, κάτι που εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο ο Ισμέτ, παρά την απειρία του.Οι δυνάμεις της Entente ωστόσο είχαν ένα μεγάλο πλεονέκτημα: τις σχεδόν καθημερινές πληροφορίες από την αποκρυπτογράφηση των τουρκικών τηλεγραφημάτων από και προς τη Λωζάνη. Στις 9/21 Νοεμβρίου 1922 άρχισε το κυρίως έργο της Συνδιάσκεψης, με τον ορισμό τριών επιτροπών: η Πολιτική και Εδαφική με πρόεδρο τον Κέρζον, η Επιτροπή για όλα τα σχετικά με τις Διομολογήσεις με πρόεδρο τον Γκαρόνι και η Οικονομική Επιτροπή με πρόεδρο τον Μπαρέρ («Ιστορία του Ελληνικού Εθνους»).Η Θράκη από το 1912 ως το 1922 είχε γίνει αντικείμενο αλληλοσυγκρουόμενων διεκδικήσεων και πεδίο μαχών. Ο Ισμέτ στις 9/22 Νοεμβρίου ζήτησε τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος στη Δυτική Θράκη και την παραχώρηση στην Τουρκία των καζάδων του Καραγάτς και του Διδυμοτείχου. Τις τουρκικές θέσεις αντέκρουσαν ο Βενιζέλος και ο Κέρζον. Η Τουρκία έλαβε την Ανατολική Θράκη, όπως είχε αποφασιστεί με την Ανακωχή των Μουδανιών.
Τα εδάφη της Θράκης στην αριστερή όχθη του Εβρου παρέμειναν στην Ελλάδα. Τέλος, η ηττημένη στον πόλεμο Βουλγαρία δεν δέχτηκε την παραχώρηση της διοίκησης του ελεύθερου λιμένος της Αλεξανδρούπολης και της σιδηροδρομικής γραμμής κατά μήκος της αριστερής όχθης του ποταμού Εβρου, θέλοντας να εξασφαλίσει τα κεκτημένα της από τη Συνθήκη του Νεϊγί. («Ιστορία του Ελληνικού Εθνους»).Μετά τη λήξη των συζητήσεων για τα ζητήματα της Θράκης, η Πολιτική Επιτροπή ασχολήθηκε με το θέμα των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου. Τα νησιά αυτά μπορούν να χωριστούν σε αυτά του Βορείου Αιγαίου (Λήμνος, Σαμοθράκη, Ιμβρος, Τένεδος), του Κεντρικού Αιγαίου (Χίος, Λέσβος, Σάμος, Ικαρία) και τα Δωδεκάνησα. Ο Μουσολίνι λίγο πριν την έναρξη της Συνδιάσκεψης είχε διαμηνύσει ότι δεν θα δεχόταν καμία συζήτηση για τα Δωδεκάνησα, που τότε ανήκαν στην Ιταλία. Οι συνθήκες δεν ήταν ευνοϊκές για την Ελλάδα και ο Βενιζέλος αποφάσισε να μη θέσει το Δωδεκανησιακό στη Λωζάνη.
Ο Ισμέτ ζήτησε να παραχωρηθούν στην Τουρκία όχι μόνο η Ιμβρος και η Τένεδος (που είχαν πάνω από 80% ελληνικό πληθυσμό), αλλά και η Σαμοθράκη. Η ενότητα των Συμμάχων, όπως και στο ζήτημα της Θράκης, αποθάρρυνε τους Τούρκους. Αποφασίστηκε τελικά στις 18/31 Ιανουαρίου 1923 να δοθούν στην Τουρκία η Ιμβρος και η Τένεδος και ο Ισμέτ ανέλαβε την υποχρέωση της δημιουργίας στα νησιά αυτά «ειδικού καθεστώτος τοπικής αυτοδιοικήσεως».
Η Τουρκία ποτέ δεν εφάρμοσε αυτό το καθεστώς και φρόντισε να εκδιώξει από την Ιμβρο και την Τένεδο όλους σχεδόν τους Ελληνες. Μόνο την τελευταία δεκαετία υπάρχει επιστροφή αρκετών εκατοντάδων Ελλήνων στην Ιμβρο, κάτι που προοιωνίζεται ένα καλύτερο μέλλον για το νησί. Το δεύτερο ζήτημα που τέθηκε ήταν αυτό της αποστρατικοποίησης των νησιών.
Η συζήτηση για τη Λήμνο, τη Σαμοθράκη, την Ιμβρο και την Τένεδο αναβλήθηκε, για να εξεταστεί αργότερα μαζί με το νέο καθεστώς των Στενών. Ο Ισμέτ ζήτησε την πλήρη αποστρατικοποίηση Λέσβου, Χίου, Σάμου και Ικαρίας και την εγκαθίδρυση σε αυτά τα νησιά ειδικού καθεστώτος αυτονομίας. Ομως οι Σύμμαχοι και πάλι δεν δέχθηκαν τις μαξιμαλιστικές τουρκικές αξιώσεις.
Τελικά συμφωνήθηκε η λήψη μιας σειράς μέτρων αποστρατικοποίησης που θα ικανοποιούσαν και την Ελλάδα. Τα μέτρα αυτά θα έκαναν δύσκολη τη χρήση των νησιών από την Ελλάδα ως «βάσεων εξορμήσεως», κάτι που είχε γίνει σύμφωνα με την κεμαλική αντιπροσωπεία κατά τη μικρασιατική εκστρατεία, αλλά και θα εξασφάλιζαν την αποτελεσματική άμυνά τους. («Ιστορία του Ελληνικού Εθνους»).
Μετά τη συζήτηση για τα παραπάνω θέματα, η Πολιτική Επιτροπή ασχολήθηκε με τα δύο κυριότερα θέματα που ανήκαν στην αρμοδιότητά της: το νέο καθεστώς των Στενών και τη Μοσούλη, όπως επίσης τις Διομολογήσεις και τα οικονομικά ζητήματα. Οι συζητήσεις για το καθεστώς των Στενών στην Πολιτική Επιτροπή ήταν παρατεταμένες και συχνά πολύ έντονες μεταξύ της τουρκικής, της βρετανικής, αλλά και της σοβιετικής αντιπροσωπείας.
Τελικά, το νέο καθεστώς των Στενών προέβλεπε την αποστρατικοποίηση των Δαρδανελίων και του Βοσπόρου (όχι όμως και της Θάλασσας του Μαρμαρά), της Ιμβρου, της Τενέδου, της Λήμνου και της Σαμοθράκης, την ελευθερία διέλευσης εμπορικών και πολεμικών πλοίων και, τέλος, τη δημιουργία «Διεθνούς Επιτροπής Ναυσιπλοΐας για τα Στενά» που θα επιτηρούσε την τήρηση της εφαρμογής των παραπάνω ρυθμίσεων, οι οποίες ίσχυσαν μέχρι τη Σύμβαση του Μοντρέ (1936).
Στα υπόλοιπα θέματα (Μοσούλη, Διομολογήσεις, Οικονομικά) δεν υπήρξε συμφωνία και στις 22 Ιανουαρίου/4 Φεβρουαρίου 1923 η βρετανική αντιπροσωπεία αναχώρησε για το Λονδίνο. Οι Βρετανοί απέδωσαν την άρνηση των Τούρκων να υπογράψουν σε πιέσεις των Αμερικανών παρατηρητών, που ήταν τελείως αντίθετοι με τα βρετανικά σχέδια για την περιοχή της Μουσούλης, αλλά και την επικύρωση της σύμβασης της αγγλικής εταιρείας Turkish Petroleum, της σημαντικότερης από τις προπολεμικές προνομιακές συμβάσεις των Συμμάχων στην οθωμανική αυτοκρατορία («Ιστορία του Ελληνικού Εθνους»).
Η ελληνική πλευρά πίστευε ότι μετά τη διακοπή των διαπραγματεύσεων θα ξεσπούσε πόλεμος ανάμεσα στην Entente και την Τουρκία, κάτι που δεν έγινε. Ο Ισμέτ επέστρεψε στην Αγκυρα και υπέβαλε το ειρηνευτικό σχέδιο της Entente στην Εθνοσυνέλευση. Αυτό υπερψηφίστηκε με 190 ψήφους υπέρ, 20 κατά και περίπου 80 αποχές. Οι κύριες αντιρρήσεις είχαν να κάνουν με τον χειρισμό του θέματος της Μοσούλης από τον Ισμέτ.
Η τουρκική Εθνοσυνέλευση δέχτηκε σαν οριστικές τις συμφωνίες στα υπόλοιπα θέματα και ανέθεσε στον Ισμέτ τη συνέχιση των συζητήσεων με τους Συμμάχους με βάση νέες τουρκικές αντιπροτάσεις. Μετά από μια ειδική διασυμμαχική διάσκεψη στο Λονδίνο (21-27 Μαρτίου 1923), η Συνδιάσκεψη της Λωζάνης επανέλαβε τις εργασίες της στις 23/4/1923. Από όσους μετείχαν στο πρώτο μέρος της Συνδιάσκεψης, μόνο οι Βενιζέλος και Ισμέτ ήταν παρόντες.
Η Γαλλία αντιπροσωπεύτηκε από τον στρατηγό M. Πελέ, Υπατο Αρμοστή στην Κωνσταντινούπολη, η Βρετανία από τον Ράμπολντ και η Ιταλία από τον Μοντανά. Στις αντιπροτάσεις της η Τουρκία ζήτησε να της δοθεί και το Καστελλόριζο, που ανήκε όπως και τα υπόλοιπα Δωδεκάνησα τότε στην Ιταλία. Φυσικά ο Μουσολίνι απέρριψε κατηγορηματικά τις τουρκικές αξιώσεις για το «Kastel Rosso». Το ίδιο αρνητικές όμως απέναντι στην Τουρκία ήταν η Βρετανία και η Γαλλία. Καθώς η κεμαλική αντιπροσωπεία δεν διέθετε κανένα επιχείρημα για την αξίωσή της αυτή, αναγκάστηκε να υποχωρήσει.
Εκεί όμως που υπήρχε τεράστιο πρόβλημα ήταν με τις πολεμικές αποζημιώσεις που ζητούσε επίμονα η Τουρκία από την Ελλάδα. Στην Αθήνα είχε αρχίσει να διαμορφώνεται μια φιλοπολεμική τάση απέναντι στην Τουρκία, με επικεφαλής τον Θεόδωρο Πάγκαλο, διοικητή της Στρατιάς του Εβρου, αλλά και τον Ναύαρχο Χατζηκυριάκο, αρχηγό του στόλου.
Σε σύσκεψη που έγινε στην Αθήνα στις 7 Μαΐου και στην οποία έλαβαν μέρος οι Πλαστήρας, Γονατάς, Μαυρομιχάλης, Σακελλαρόπουλος, Χατζηκυριάκος, Πάγκαλος και ο υπουργός Εξωτερικών Αλεξανδρής, ο μόνος μη στρατιωτικός, αποφασίστηκε να διοριστεί «πρώτος πληρεξούσιος» της Ελλάδας στη Λωζάνη ο Αλεξανδρής «εις αντικατάστασιν του Βενιζέλου». Ο σκοπός του ήταν να προκαλέσει ρήξη μεταξύ των Συμμάχων και της Τουρκίας που θα οδηγούσε σε διακοπή των διαπραγματεύσεων και θα έδινε τη δυνατότητα στην Ελλάδα να επιτεθεί στην Τουρκία.