Όπως σημειώνουν αναλυτές, δύο είναι τα βασικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας που τη διαφοροποιούν από τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης, επιτρέποντας να γιγαντώνονται φαινόμενα κερδοσκοπίας. Το ένα έχει να κάνει με το γεγονός ότι στην αγορά υπάρχουν διαρθρωτικές αγκυλώσεις που δεν επιτρέπουν την ομαλή λειτουργία της ελεύθερης οικονομίας και του ανταγωνισμού, και το άλλο σχετίζεται με τη δυνατότητα που δίνεται στις πολυεθνικές επιχειρήσεις να λειτουργούν κατά βούληση διαμορφώνοντας τις τιμές κατά το δοκούν.
Στην κυβέρνηση έχουν επιλέξει να σταθούν απέναντι στις πολυεθνικές και σε αθέμιτες πρακτικές με κάθε δυνατό τρόπο. Η πρώτη κίνηση ήταν η επιστολή προς την πρόεδρο της Κομισιόν, Ούρσουλα Φον ντερ Λάιεν, και η δεύτερη με την ένταση των ελέγχων και την ταυτόχρονη δημοσιοποίηση στοιχείων που θα αποδεικνύουν ότι οι πολυεθνικές πωλούν στην Ελλάδα σε πολύ υψηλότερες τιμές τα προϊόντα τους σε σχέση με άλλες χώρες. Η τακτική αυτή εκτιμάται ότι μπορεί να φέρει κάποια αποτελέσματα και αυτό διότι θα φανεί στην κοινωνία και την αγορά ότι υπάρχει αντιπαράθεση του ίδιου του πρωθυπουργού με τις πρακτικές των πολυεθνικών εταιρειών. Θεωρούν λοιπόν οι αναλυτές ότι θα πρυτανεύσουν δεύτερες σκέψεις στα υψηλά κλιμάκια των πολυεθνικών και δεν θα θελήσουν να σηκώσουν το γάντι της αντιπαράθεσης.
Σύμφωνα πάντως με τις εκτιμήσεις των αναλυτών της Εθνικής Τράπεζας, υπάρχει χαραμάδα αισιοδοξίας. Η επίδραση από τον λεγόμενο «πληθωρισμό απληστίας» δείχνει πλέον να υποχωρεί στο σύνολο του επιχειρηματικού τομέα από το δεύτερο εξάμηνο του 2023, όπως αποτυπώνεται και στις τάσεις εξομάλυνσης της εταιρικής κερδοφορίας (το ακαθάριστο λειτουργικό πλεόνασμα του εταιρικού τομέα αρχίζει να μειώνεται ως ποσοστό στο ΑΕΠ μετά την κορύφωσή του κατά το 2022).