Η εισαγγελική λειτουργός ήταν καταπέλτης για τους κατηγορούμενους καθώς εμφανίστηκε πεπεισμένη ότι «έχουν τελέσει τις πράξεις που τους αποδίδονται». «Αδικούνται οι πραγματικοί γεωργοί επειδή μη δικαιούχοι παίρνουν τμήμα από το δικό τους μερίδιο, άκοπα, με την προσκόμιση και μόνο ιδιωτικών μισθωτηρίων» ανέφερε χαρακτηριστικά η εισαγγελέας η οποία απέρριψε τους ισχυρισμούς των κατηγορουμένων που έκαναν λόγο για νομική πλάνη και καλή πίστη καθώς γνώριζαν, όπως είπαν, ότι για τις επιδοτήσεις απαιτούνταν μόνο η κατοχή της έκτασης.

«Το μορφωτικό τους επίπεδο δεν καταλείπει καμία αμφιβολία γι’ αυτό. Ο μέσος νους αντιλαμβάνεται ότι δεν μπορεί να γίνει λήψη ενίσχυσης με μόνη την κατοχή έκτασης χωρίς τη διενέργεια γεωργικών εργασιών. Οι κατηγορούμενοι είχαν υψηλό μορφωτικό επίπεδο» ανέφερε η εισαγγελέας η οποία στην αγόρευση της εστίασε στο ενδεχόμενο εξάλειψης του αξιόποινου της πράξης των κατηγορουμένων οι οποίοι επικαλέστηκαν το γεγονός ότι επέστρεψαν τα χρήματα στον ΟΠΕΚΕΠΕ.

«Δεν συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις για την εφαρμογή του» είπε η εισαγγελέας και πρόσθεσε:

Ο ΟΠΕΚΕΠΕ δεν εμπίπτει στην έννοια του ζημιωθέντος γιατί τα χρηματικά ποσά που καταβάλλει δεν του ανήκουν, αφού η χρηματοδότηση εξασφαλίζεται από τα ευρωπαϊκά γεωργικά ταμεία. Η πράξη που αποδίδεται στους κατηγορούμενους δεν στρέφονταν κατά της περιουσίας του ΟΠΕΚΕΠΕ αλλά των συμφερόντων της ΕΕ».

Μάλιστα, η εισαγγελέας ζήτησε να διαβιβαστούν έγγραφα στον Ευρωπαίο εισαγγελέα προκειμένου να διερευνηθεί το ενδεχόμενο τέλεσης των αξιόποινων πράξεων της κακουργηματικής απάτης κατά της ΕΕ για τους υπαλλήλους του ΟΠΕΚΕΠΕ που διενήργησαν έλεγχο και άναψαν το «πράσινο φως» για τις επιδοτήσεις.