«Επιτρέψτε μας να ξανασυστηθούμε…»: Σε μια περίοδο που ο κόσμος οδεύει προς ένα περισσότερο παγκόσμιο, ψηφιακό και διαδικτυακό μέλλον, μια νέα γενιά ανθρώπων διεκδικεί τον δικό της βηματισμό.
Στην Ελλάδα, η γενιά αυτή στριμώχτηκε στον πεπαλαιωμένο, μεταπολιτευτικό όρο «νεολαία» και αντιμετωπίστηκε έκτοτε με ένα κράμα εξιδανίκευσης, έλλειψης κατανόησης, οίκτου, δακρύων («να γυρίσουν πίσω τα παιδιά μας») και πιο πρόσφατα, με την πανδημία, με πλήρη απαξίωση και καχυποψία.
Η σύγχυση αυτή μαρτυρά άγνοια απέναντι σε εκείνους που σήμερα δεν ετοιμάζονται ούτε να βγουν παγανιά, ούτε να πάρουν τον δρόμο της μετανάστευσης όπως 10 χρόνια πριν· ετοιμάζονται να πάρουν τα ηνία της χώρας.
Η έρευνα της Κάπα Research, «Η Ταυτότητα της Νέας Γενιάς», για την εφημερίδα «Το Βήμα» επιδιώκει να συστήσει τους νέους της χώρας – τους πολυσυζητημένους millennials ή γενιά Υ (25-39) και τη νεότερη γενιά Ζ (17-24) – στις μεγαλύτερες γενιές και την πολιτική τάξη.
Παρά την εντοπιότητα, τις ιδιαίτερες, δηλαδή, συνθήκες σε κάθε χώρα που καθόρισαν τις γενιές υπό εξέταση, στον δυτικό κόσμο υπάρχουν συγκεκριμένα, οριζόντια χαρακτηριστικά που καθιστούν τις γενιές αυτές μοναδικές:
Η έννοια της παγκοσμιοποίησης αποτελεί για τις γενιές αυτές κοινοτυπία, αφού είναι οι πρώτες που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν κυριολεκτικά στο διαδίκτυο: ηλεκτρονικοί υπολογιστές, κινητά, ταμπλέτες, κοινωνικά δίκτυα, αποκαθήλωση της τηλεόρασης ως κυρίαρχο μέσο επικοινωνίας, είναι η υλική βάση της μητρικής ψηφιακής συνθήκης αυτών των γενεών – είναι οι digital natives.
Είναι «η τάξη των δύο κρίσεων», της οικονομικής κατά τη δεκαετία του 2010 και της πανδημίας Covid-19 σήμερα. Ειδικότερα οι άνω των 25 έφτασαν στην ενηλικίωση μέσα από μια παγκόσμια οικονομική ύφεση που τους επηρέασε δυσανάλογα συγκριτικά με τις άλλες μεγαλύτερες γενεές, σε όλους σχεδόν τους τομείς της ζωής και, κυρίως, σε καιρό ειρήνης: εκπαίδευση, απασχόληση, οικονομική κατάσταση, προσωπική ζωή, υγεία, ευ ζην, αξιακό σύστημα, πολιτική εκπροσώπηση κ.α. Η πανδημία δημιουργεί τον άμεσο ορατό κίνδυνο η συνθήκη της κρίσης να παραταθεί.
Οι γενιές Υ και Ζ είναι οι γενιές της διαφορετικότητας, εκείνων που γεννήθηκαν με την κατάρρευση του διπολικού κόσμου, τις μετακινήσεις πληθυσμών από την Ανατολή, την ελεύθερη διακίνηση των πολιτών της ΕΕ και τη συνύπαρξη με άλλες εθνικότητες και φυλές. Αυτές οι γενιές δεν γνώρισαν μονο-εθνοτικές κοινωνίες.
Η καθυστέρηση «ενηλικίωσης»
Το πρότυπο ζωής των προηγούμενων γενεών, των baby boomers της μεταπολεμικής περιόδου και της γενιάς Χ που ακολούθησε, κινήθηκε γύρω από ένα σύστημα ενηλικίωσης-κατανάλωσης: χοντρικά, οι άνθρωποι μεγαλώνουν, σπουδάζουν, εργάζονται, παντρεύονται και κάνουν οικογένεια. Η εξέλιξη λίγο ως πολύ γραμμική και παρόμοια στις δυτικές κοινωνίες, διανθισμένη με τα καταναλωτικά πρότυπα της ιδιοκτησίας, το σπίτι, το εξοχικό, το αυτοκίνητο.
Το κοντράστ των Υ/Ζ είναι εκτυφλωτικό. Παιδιά των διαδοχικών κρίσεων της οικονομίας και της πανδημίας – των γεγονότων που σημάδεψαν περισσότερο τη γενιά τους σε ποσοστά 83% και 81% αντίστοιχα – βιώνουν το αδιέξοδο, σε αντίθεση με το βόλεμα των γονιών. Αισθάνονται κούραση (37%), απογοήτευση (33%) και δυσπιστία (12%), καθώς βλέπουν ότι οι κατά γενική ομολογία ανώτερες όλων των προηγούμενων γενεών σπουδές και δεξιότητές τους, δεν επαρκούν για να τους απομακρύνουν από τη γονεϊκή προστασία: το 43% ζει ακόμα με τους γονείς (και από αυτό το ποσοστό, το 53% από ανάγκη), ενώ το 67% λαμβάνει κάποιου είδους βοήθεια από αυτούς, οικονομική ή μέσω εξυπηρετήσεων.
Με ετήσιο εισόδημα που υπολείπεται των τυπικών προσόντων και των δυνατοτήτων τους, με τις μεγαλύτερες δυσκολίες να αφορούν στο οικονομικό (55%), στην ψυχολογία (53%) και στα επαγγελματικά τους (32%), μεγάλο μέρος της νέας γενιάς στην Ελλάδα υποβάλλεται σε μια αναγκαστική «καθυστέρηση ενηλικίωσης» διότι τα ιστορικά υψηλά ποσοστά ανεργίας, η επισφαλής εργασία της μερικής απασχόλησης, των ασταθών συνθηκών και των χαμηλών μισθών καθυστερούν το όποιο επόμενο βήμα. Απογοητευτικό είναι το γεγονός ότι ικανοποιούνται με χαμηλότερες αποδοχές: το 2010 η πλειονότητα των νέων (69%) ανέμενε αποδοχές άνω των 1500 ευρώ· σήμερα το 53% θα ήταν ικανοποιημένο με αποδοχές έως 1500 ευρώ.