Στην έρευνα σημειώνεται ότι, τους τελευταίους 12 μήνες πριν από τη διενέργειά της, περίπου 1 στους 2 (54%) χρειάστηκε ιατρική εξέταση ή θεραπεία, εκ των οποίων το 24,3% δεν την έλαβε κάθε φορά που χρειάστηκε. Αν γίνει περαιτέρω διάκριση σε φτωχό και μη φτωχό πληθυσμό, τα στοιχεία δείχνουν ότι ποσοστό 19,9% του φτωχού πληθυσμού δεν έλαβε ιατρική εξέταση ή θεραπεία κάθε φορά που χρειάστηκε, όταν το αντίστοιχο ποσοστό για τον μη φτωχό πληθυσμό ανέρχεται στο 11,6%. Ο βασικότερος λόγος που δεν ικανοποιήθηκε η ανάγκη για ιατρική εξέταση ή θεραπεία ήταν οικονομικός για περίπου 7 στους 10 (66,8%). Ακόμα μεγαλύτερο (87,5%) είναι το ποσοστό των πολιτών που δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να προβούν σε αναγκαία οδοντιατρική/στοματολογική/ορθοδοντική εξέταση ή θεραπεία.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ., τους τελευταίους 12 μήνες πριν από τη διενέργεια της έρευνας, περίπου 1 στους 2 (46,8%) χρειάστηκαν οδοντιατρική/στοματολογική/ορθοδοντική εξέταση ή θεραπεία. Σχεδόν ένας στους τρεις (32%) που χρειάστηκε οδοντιατρική/στοματολογική/ορθοδοντική εξέταση ή θεραπεία δεν την έλαβε κάθε φορά που χρειάστηκε. Ποσοστό 21% του φτωχού πληθυσμού δεν έλαβε οδοντιατρική/στοματολογική/ορθοδοντική εξέταση ή θεραπεία κάθε φορά που χρειάστηκε. Το αντίστοιχο ποσοστό του μη φτωχού πληθυσμού ανέρχεται στο 13,7%. Σχετικά με τις επισκέψεις σε γιατρούς, το 33,3% επισκέφθηκε γιατρό γενικής ιατρικής, παθολόγο ή τον προσωπικό γιατρό, το 24,2% γιατρό άλλης ειδικότητας ή χειρουργό για ειδικευμένες ιατρικές υπηρεσίες και άλλο ένα 24,2% οδοντίατρο/στοματολόγο/ορθοδοντικό.