Η καταρχήν αυτή συμφωνία αφορά σε πέντε πυλώνες για όλα τα στάδια διαχείρισης ασύλου και μετανάστευσης, που κυμαίνονται από τον έλεγχο των παράτυπων μεταναστών κατά την άφιξή τους στην ΕΕ, τη λήψη βιομετρικών δεδομένων, τις διαδικασίες υποβολής και διεκπεραίωσης αιτήσεων ασύλου, τους κανόνες για τον καθορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για τη διαχείριση μιας αίτησης ασύλου και της συνεργασίας και της αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών μελών και του τρόπου χειρισμού καταστάσεων κρίσης, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων εργαλειοποίησης των μεταναστών.
Βάσει της συμφωνίας, θα υπάρχει ένας κανονισμός ελέγχου για να εξετάζεται ταχέως το προφίλ ενός αιτούντος άσυλο με τη συλλογή πληροφοριών, όπως η εθνικότητα, η ηλικία και τα δακτυλικά αποτυπώματα, ενώ στη συνέχεια θα ενημερώνεται το Eurodac, η βάση δεδομένων της ΕΕ, με τα δακτυλικά αποτυπώματα σε ψηφιακή μορφή και φωτογραφίες από κάθε μετανάστη ή πρόσφυγα.Παράλληλα προβλέπονται δύο διαδικασίες ασύλου, μια ταχεία, εντός 12 εβδομάδων και η τυπική που θα είναι πιο χρονοβόρα. Σύμφωνα με τον κανονισμό διαχείρισης κρίσεων, η Επιτροπή θα είναι υπεύθυνη να αποφασίζει το τί συνιστά κατάσταση «κρίσης» σε μια χώρα. Σε περίπτωση που οι μεταναστευτικές και προσφυγικές ροές δικαιολογούσαν αυτόν τον χαρακτηρισμό, τα υπόλοιπα κράτη – μέλη της ΕΕ θα έπρεπε, είτε να δεχτούν στο έδαφός τους αιτούντες άσυλο που καταφθάνουν στα κράτη πρώτης γραμμής (π.χ Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία), είτε να να καταβάλουν, στο πλαίσιο της υποχρεωτικής αλληλεγγύης, χρήματα, στα κράτη πρώτης γραμμής.