Ο σπουδαίος λαϊκός τραγουδιστής Βασίλης Καρράς, πέθανε σε ηλικία 70 ετών.

Σύμφωνα με πληροφορίες, ο αγαπημένος τραγουδιστής, αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας το τελευταίο διάστημα, καθώς έδινε μάχη με την επάρατο νόσο τον τελευταίο ενάμιση χρόνο. Τις τελευταίες ημέρες νοσηλευόταν με κορωνοϊό στην εντατική. Άφησε την τελευταία του πνοή στις 17:00 το απόγευμα της Κυριακής 24 Δεκεμβρίου, παραμονή των Χριστουγέννων, από ανακοπή.

Η διαδρομή του από τις γειτονιές της Θεσσαλονίκης σε μια καριέρα που κράτησε 50 χρόνια, ο γάμος στα 20 του, η πώληση του κτήματος της Καρδίας λόγω της κρίσης, η Karra’s Farm με τα βιολογικά προϊόντα και το πάθος με τον ΠΑΟΚ.

«Δεν φταίω εγώ που μεγαλώνω. Χτυπάει πισώπλατα ο χρόνος». Tέλη Ιανουαρίου του 2023, στην ψαροταβέρνα «Πρίγκιπας» της οικογένειας του Γιώργου Σαμλίδη στην Καλαμαριά. Στο στρωμένο τραπέζι είναι αραδιασμένα πλούσια πιάτα με φρέσκες γλώσσες από τη Μηχανιώνα, ζωντανές καραβίδες από τα Μουδανιά, μύδια του Θερμαϊκού κόλπου.

Στα ποτήρια καζανισμένο ούζο από τη Χρυσούπολη. Γκριζαρισμένος με μουστάκι και μουσάκι αλά Ντ’ Αρτανιάν από τους «Τρεις Σωματοφύλακες», στριμώχνεται ευδιάθετος ανάμεσα στην εγκάρδια παρέα του. Σε άλλες εποχές το «στριμώχνομαι» θα αποτελούσε, σε σχέση με το πληθωρικό εκτόπισμά του, ευφημισμό. Τώρα, με 42 κιλά βάρους λιγότερα, η χρήση της λέξης αποδίδεται κυριολεκτικά. Φανερά αδυνατισμένο, οι θαμώνες του ουζερί σχεδόν δεν τον αναγνωρίζουν. Αλλά η φωνή δεν ζυγίζεται με το καντάρι.

Οταν αρχίζει να μιλάει και να αστειεύεται με το μοναδικά βαρύ, συχνά βραχνό, χαρακτηριστικό του ηχόχρωμα, οι πελάτες σπεύδουν να τον χαιρετήσουν. Τους καλοδέχεται. Το φιλότιμο, όμως, χαμόγελό του δεν κρύβει τη μεγάλη ταλαιπωρία που έχει περάσει. Στις αρχές του περασμένου Νοεμβρίου υποβλήθηκε στο Διαβαλκανικό Νοσοκομείο στη Θεσσαλονίκη σε προγραμματισμένη χειρουργική επέμβαση για σοβαρό πρόβλημα υγείας που του διαγνώσθηκε.

Αφότου ανένηψε μετά την εγχείρηση, νοσηλεύθηκε και κατόπιν ανάρρωσε στη φάρμα του στις πλαγιές του Παγγαίου όρους, ανάμεσα στους δικούς του ανθρώπους που τον φρόντισαν στοργικά και του συμπαραστάθηκαν σε αυτή την τρίμηνη δοκιμασία. Μόλις ανέκτησε τις δυνάμεις του δεν στεκόταν σε ησυχία. Τράβηξε ευθύς για τα αγαπημένα του στέκια. Ζεστός, καθημερινός άνθρωπος, με χιούμορ, αρχοντιλίκι και συμπόνια δεν αντέχει δίχως τους φίλους και το κοινό του να τον περιβάλλουν με τα γνήσια αισθήματά τους. Με τον ίδιο να ανταποκρίνεται πάντα γενναιόδωρα.Γεννημένος το 1953 μεγαλώνει μαζί με τα αδέλφια του, τον Δαμιανό και την Αναστασία, στο Κοκκινοχώρι της Καβάλας. Οι παππούδες και οι γονείς του, πρόσφυγες από τον Πόντο, είναι αγρότες στις καπνοκαλλιέργειες της περιοχής. Δύσκολες εποχές, οικονομικά στενάχωρες. Στα 10 του χρόνια η οικογένειά του μετακομίζει, στην πραγματικότητα μεταναστεύει στις δυτικές συνοικίες της Θεσσαλονίκης.

Στριμώχνεται σε ένα σπιτάκι στη Σταυρούπολη που κάθε τόσο πλημμυρίζει με τα νερά που ξεχειλίζουν ορμητικά από τον Δενδροπόταμο. Ο πατέρας του Λάζαρος είναι οικοδόμος, η μητέρα του Αννα καθαρίστρια. Ο μικρός Βασίλης έχει μεράκι με το τραγούδι. Ακούει Καζαντζίδη, Γαβαλά, Καίτη Γκρέυ, Μαρινέλλα, γοητεύεται από τις λαϊκές φωνές τους και θέλει με την παιδική του αθωότητα να τους μοιάσει. Στα 16 του κάνει την πρώτη του μουσική εμφάνιση στο νυχτερινό κέντρο «Πρόσφυγας» στη γειτονική συνοικία του Ευόσμου.

Ολη η γειτονιά του σπεύδει να τον ακούσει. Τραγουδάει Ποντιακά, αλλά ξεχωρίζει με το χάρισμά του στις λαϊκές ερμηνείες. Εναν χρόνο αργότερα ο πατέρας του πεθαίνει και ο ίδιος αντί για το πάλκο βγαίνει στη βιοπάλη. Παιδί για όλες τις δουλειές στον φούρνο της γειτονιάς, πλανόδιος κουλουρτζής, λαχειοπώλης και αμέτρητες άλλες εργασίες του ποδαριού.

Στενοχωριέται που η μάνα του γδέρνει τα γόνατά της στα ξενοσφουγγαρίσματα. Ακάματο παλικάρι, βοηθάει να συμμαζευτούν οι οικονομικές ανάγκες της οικογένειας. Η δουλειά δεν τον τρομάζει, δεν μεμψιμοιρεί, ούτε βαρυγκομά. Παράλληλα, αεικίνητος, τελειώνει το Γυμνάσιο, γράφεται στην τεχνική σχολή «Δημόκριτος», αποφοιτά και από τη δραματική σχολή στην οποία έπαιξε τον Ιππόλυτο από τη τραγωδία του Ευριπίδη για να εισαχθεί.

Ψάχνεται επαγγελματικά, σκέφτεται να μπαρκάρει στα καράβια, βγάζει ναυτικό φυλλάδιο, αλλά δεν ανοίγεται στις θάλασσες. Τον συγκρατεί στη στεριά ο εφηβικός έρωτας. Αρραβωνιασμένος στα 18 του με τη Χριστίνα, παντρεύονται στα 20, και με τη σύζυγό του είναι πάντα μαζί έως σήμερα. «Γεννήθηκα παντρεμένος», λέει. Αλλά είναι γεννημένος και τραγουδιστής.

Πηγαίνοντας μαζί με την παρέα του ένα βράδυ σε ένα ταβερνάκι με υποτυπώδη ερασιτεχνική ορχήστρα, αρχίζει να τραγουδάει στο τραπέζι. Τον ακούει ένας μουσικός, τον πλησιάζει και τον προσκαλεί να πηγαίνει τα Σάββατα να λέει εκεί κάνα τραγουδάκι.

Ντρέπεται, αλλά τολμάει να δοκιμαστεί. Είναι-δεν είναι 20 χρόνων, λεπτός, κομψός, μελαχρινός, με μπόλικο ίσιο μαύρο μαλλί και χωρίστρα στη μέση. Στην πρεμιέρα του χαλάει ο κόσμος, αδιαχώρητο, το μαγαζί φισκάρει, μένουν πελάτες στον δρόμο για να τον ακούσουν έξω από την είσοδο.

Ούτε ο ίδιος περιμένει τέτοια ανταπόκριση. Καταλαβαίνει ότι η φωνή του κάνει γκελ, τα Ποντιακά και τα λαϊκά που ερμηνεύει έχουν απήχηση στο κοινό, αλλά δεν την ψωνίζει. Συνεχίζει να δουλεύει ως μηχανικός αυτοκινήτων. Μουντζούρα, κατσαβίδια, γερμανοπολύγωνα κλειδιά στο συνεργείο, πιάνει δουλειά και στο μηχανοστάσιο του ΟΣΕ. Πρώτα το σταθερό μεροκάματο για βιοπορισμό, μετά η τέχνη για ψυχική αγαλλίαση. Οχι για φιγούρα.Το «μπαμ» με τη «Νύχτα ξελογιάστρα»
Σιγά-σιγά γίνεται γνωστότερος ως τραγουδιστής. Το αξίζει. Τραγουδάει σε πανηγύρια στα χωριά, σε ταβέρνες στον Λαγκαδά, τα Γιαννιτσά, τη Βέροια, παντού όπου τον καλούν. Εχει ζήτηση. Διαθέτει στιβαρή, αντρίκια λαϊκή φωνή, σεμνή εμφάνιση, την άνετη και φυσική, χωρίς ακκισμούς και τσαλίμια, σκηνική παρουσία.

Υπάρχουν Σαββατοκύριακα που κάνει ταυτόχρονα τέσσερις εμφανίσεις τη βραδιά, αλλάζει ρούχα στο αυτοκίνητο για να ανέβει από το ένα πάλκο στο άλλο. Βαθμιαία βγαίνει και στις πίστες των μπουζουξίδικων της Θεσσαλονίκης. Μπαίνει στη δισκογραφία και χρηματοδοτεί από την τσέπη του τις πρώτες του ηχογραφήσεις.

Για τους πρώτους δέκα δίσκους του σε μια δεκαετία συνεργάζεται με την εταιρεία Vasipap του επίσης Πόντιου Βασίλη Παπαδόπουλου από τη Γουμένισσα Κιλκίς που έχει δημιουργήσει μικρή «αυτοκρατορία» στον χώρο της ποντιακής μουσικής. Το πρώτο του 45άρι single κυκλοφορεί με το τίτλο «Παράγκες και Παλάτια».

Στην πίσω πλευρά ερμηνεύει το τραγούδι «Βάζεις στον πόνο μου φωτιά» που είχε τραγουδήσει αρχικά η Μαριώ το 1976. Και περιμένει το σουξέ. Αργεί, αλλά έρχεται. Το «μεγάλο μπαμ» γίνεται το 1989 με το άλμπουμ «Αυτή τη νύχτα». Το 4ο τραγούδι του δίσκου με τίτλο «Νύχτα ξελογιάστρα» τον συστήνει στο πανελλήνιο ακροατήριο.

Εγκαταλείπει πια τις άλλες δύο δουλειές του και τραγουδάει αφοσιωμένος μέχρι το ξημέρωμα στη θρυλική «Καλύβα» πίσω από το Αγνό στη Σταυρούπολη, στα «Δειλινά» της Νεάπολης, στο «Ρομέο» της Ανω Ηλιούπολης. Είναι μια τοπική φίρμα της βορειοελλαδίτικης νύχτας. Ανιχνεύει, όμως, το έδαφος για να ανοιχτεί στα μαγαζιά της Αθήνας.

Εχει «φάει πακέτο» το 1978 όταν τον κατεβάζει από τη Θεσσαλονίκη σε αθηναϊκή δισκογραφική ο Μίμης Πλέσσας ο οποίος εμπιστεύεται τη φωνή του και θέλει να του γράψει τραγούδια. Από την εταιρεία ακούει ότι μόλις έχουν κλείσει λαϊκό τραγουδιστή, τον Μάκη Χριστοδουλόπουλο. Αρα περισσεύει ένας ακόμη.

Επιστρέφει πικραμένος πίσω στην πόλη του και περιμένει να χτυπήσει ξανά η πόρτα του. Δεν απογοητεύεται που ο χτύπος καθυστερεί. Πεισματάρης, όπως είναι, αποφασίζει να τη χτυπήσει αυτός. Εχει τη σιγουριά του γνήσιου ταλέντου και την εμπειρία που αντλεί από τη διαδρομή του στο κουρμπέτι της νυχτερινής διασκέδασης. Κατεβαίνει πάλι στην Αθήνα για ολιγοήμερες εμφανίσεις στο «Μύλος» στο τέρμα Πατησίων. Χαμός.

Είναι πιο γνωστός στον Νότο απ’ όσο νομίζει. Ωστόσο, «τρώει» πόλεμο. Τον αντέχει. Διαθέτει το τσαγανό του ανθρώπου που έχει κινδυνέψει η ζωή του. Τον έχουν απαγάγει δύο φορές, κι ας μην έχει πειράξει στη ζωή του κανέναν. Κι ας έχει μάθει, από το παραδοσιακό ήθος της οικογένειάς του να παραδέχεται τα όποια λάθη του και να ζητάει ειλικρινά συγγνώμη γι’ αυτά.Λίγοι ακόμη γνωρίζουν τις αθόρυβες αγαθοεργίες του. Αρκεί μόνο ένα περιστατικό που έχει διηγηθεί ως αυτόπτης μάρτυρας ο μακαρίτης Μάνος Ξυδούς των Πυξ Λαξ. Οταν το γκρουπ του προόριζε τον Καρρά για ερμηνευτή του τραγουδιού του «Ασ’ την να λέει», ο Ξυδούς με τη μεσολάβηση του μουσικού παραγωγού Αχιλλέα Θεοφίλου, ανέβηκε στη Θεσσαλονίκη για να διαπραγματευτεί μαζί του.

Τον βρήκε στα καμαρίνια μεγάλης θεσσαλονικιάς πίστας. Εκείνο το βράδυ επισκέφθηκε τον Καρρά μια ολιγομελής ομάδα παιδιών από τη Βέροια που θα διοργάνωνε συναυλία υπέρ του συλλόγου τους για παιδιά με εδικές ανάγκες. Μια γνώμη, μια συμβουλή ζητούσαν από τον καλλιτέχνη, όχι τη συμμετοχή του στην εκδήλωση, ούτε χρήματα.

Ο Καρράς, αφού άκουσε, τα ρώτησε με πόσα λεφτά θα ήταν ευχαριστημένοι από τα έσοδα της συναυλίας. Του απάντησαν ότι θα ήταν ικανοποιημένα με 300.000 δραχμές. Ευθύς ο δημοφιλής τραγουδιστής φώναξε τον συνεργάτη του, τον Λέλεκα, και του είπε «κόψε ένα χαρτί», μεθερμηνευόμενο σε 1 εκατομμύριο δραχμές. Παρέδωσε την επιταγή και, κλείνοντας χαμογελαστός το μάτι στους παρευρισκόμενους συνεργάτες του, είπε δήθεν αυστηρά στο παιδί που την παρέλαβε «αν μάθει κανείς τίποτα, θα σου κόψω το λαρύγγι».
Οσο για το τραγούδι με το συγκρότημα των Πυξ Λαξ, έβαλε ως όρο να γίνει η ηχογράφηση στο στούντιο μεσημέρι και να υπάρχει εκεί ένα μπουκάλι ουίσκι, εξαιτίας της αδυναμίας του στο σκωτσέζικο αυτό απόσταγμα σιτηρών. Εφτασε στην Αθήνα ξενυχτισμένος, έγραψε το τραγούδι πρίμα βίστα σε έξι λεπτά, ήπιε το μισό μπουκάλι, γύρισε στη Θεσσαλονίκη, ζώστηκε το ζεμπίλι για να βοηθήσει στην οικοδόμηση της ιδιόκτητης μονάδας φιλοξενίας, ψυχαγωγίας και διασκέδασης που κατασκεύαζε στον λόφο της Καρδίας.

Την είχε βαφτίσει «Χωριό της Ειρήνης», από το όνομα της μοναχοκόρης του Χρυσοβαλάντως-Ειρήνης. Στις 2 μετά τα μεσάνυχτα της ίδιας μέρας, βγήκε γεμάτος ενέργεια να τραγουδήσει για το κοινό του στο κέντρο «Απόλλων», στη Θέρμη. Ακαταπόνητος.Τα έσοδα από τη μακρά σταδιοδρομία του στο ελληνικό τραγούδι ο Καρράς δεν τα στοίβαξε σε θησαυροφυλάκιο. Τα αξιοποίησε επενδυτικά. Εριξε λεφτά και προσωπική δουλειά στο κτήμα της Καρδίας. Μέσα, όμως, στη γενικότερη οικονομική κρίση και τα μνημόνια που έπληξαν τη χώρα, η πτώση των δραστηριοτήτων του ψυχαγωγικού συγκροτήματος ήταν κατακόρυφη.

Με βαριά καρδιά πήρε την απόφαση να το πουλήσει. Ωστόσο είχε δημιουργήσει στη γενέτειρά του στο Κοκκινοχώρι την Karra’s Farm που παράγει και πουλάει βιολογικά προϊόντα με τη δική της ετικέτα. Πιπεριές, κεράσια, σύκα και το επώνυμο παρθένο λάδι της. Στη διάρκεια της καραντίνας ο τραγουδιστής αφοσιώθηκε στη φάρμα του, η οποία διατηρεί παραδοσιακά σπίτια, χτιστούς φούρνους, μια τεχνητή λίμνη και ένα καφενείο-παντοπωλείο στο κέντρο της αγροτικής του έκτασης.

Για τον Βασίλη Καρρά δεν είναι ένα χαλαρωτικό καταφύγιο ανάπαυσης όταν βρίσκεται ολημερίς εκεί με την τσάπα και το σκαλιστήρι στα χέρια. Γνωρίζει ότι η δημιουργική καλλιέργεια του αγρότη είναι εξίσου σκληρή με το επάγγελμα του τραγουδιστή. Και ο ίδιος δεν μερολήπτησε υπέρ καμιάς δουλειάς. Εμαθε από τα παιδικά του χρόνια να τις αντιμετωπίζει όλες με την ίδια αξία, τιμή και υποχρέωση.

Το κτήμα το διαχειρίζεται η κόρη του Ειρήνη που παντρεύτηκε τον αγαπημένο της Λάμπρο Αντράλα τον Σεπτέμβριο του 2019. Οσο για τον περήφανο πατέρα της, αυτός παραμένει μετά την περιπέτεια της υγείας του ακμαίος, δραστήριος και ανυπερθέτως ΠΑΟΚτσής.

Ποιος να πρωτοθυμηθεί τις εποχές που σύσσωμη η Θύρα 7 της Τούμπας προσερχόταν σχεδόν ευλαβικά στο εκάστοτε κέντρο όπου εμφανιζόταν για να υποβάλει τα σέβη της σε έναν φανατικό οπαδό του Δικεφάλου του Βορρά. Μπορεί σε κάποιο φεγγάρι να «μπλέχτηκε με τις μετοχές της ΠΑΕ Βόλος, εξυπηρετώντας τον φίλο, επαγγελματικό συνεργάτη και κουμπάρο του Αχιλλέα Μπέο, αλλά ποτέ δεν εγκατέλειψε τις ποντιακές του ρίζες. Και οι ρίζες είναι για να βγάζουν κλαδιά.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ