Τη στιγμή που έπειτα από δύο χρόνια κρίσης της COVID-19 το πραγματικό ΑΕΠ της Ελλάδας επέστρεψε οριακά πάνω από το επίπεδο προ πανδημίας, μια άλλη παγκόσμια κρίση ξέσπασε με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, σημειώνει η Moody’s Analytics. Αυτή η στρατιωτική σύγκρουση όπως τονίζει την οδηγεί σε μείωση της πρόβλεψής της για την ανάπτυξη του ελληνικού ΑΕΠ για το 2022 στο 4,5%, από 5,3% που προέβλεπε πριν τον πόλεμο, στο βασικό της σενάριο. Στο δυσμενές, η ανάπτυξη μπορεί να κινηθεί ακόμα και στο 1,9%, όπως επισημαίνει.Πιο αναλυτικά, όπως σημειώνει στη σχετική έκθεση ο οικονομολόγος και assistant director της Moody’s Analytics, Michael Grammatikopoulos, η εισβολή στην Ουκρανία θα έχει τεράστιο αντίκτυπο στον πληθωρισμό της Ελλάδας και θα συντρίψει το διαθέσιμο εισόδημα. Η διάρκεια και το μέγεθος των ενεργειακών κραδασμών σημαίνει ισχυρή μετακύλιση στις τιμές γενικότερα. Σε συνδυασμό με την ανοδική πίεση στις παγκόσμιες τιμές των τροφίμων, ο ετήσιος πληθωρισμός θα ξεπεράσει το 8% το δεύτερο και τρίτο τρίμηνο, όπως εκτιμά. Παράλληλα, οι μισθολογικές πιέσεις θα αλλάξουν τη δυναμική το 2023 καθώς οι εργαζόμενοι θα διαπραγματεύονται για την επιστροφή της χαμένης αγοραστικής τους δύναμης. Η Moody’s Analytics προβλέπει ότι ο πληθωρισμός στη χώρα θα κλείσει στο (σχεδόν) ρεκόρ του 7,7% το 2022 πριν ομαλοποιηθεί το 2023 στο 3% και στη συνέχεια συγκλίνει στον στόχο του 2% της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Η στρατιωτική σύγκρουση στην Ουκρανία μείωσε την πρόβλεψη του οίκου για την ανάπτυξη του ΑΕΠ για το 2022 κατά 0,8 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ οι προοπτικές για την τουριστική περίοδο το 2022 είναι λιγότερο ρόδινες, επισημαίνει ο κ. Grammatikopoulos. Παρόλο που ο κλάδος ξεπέρασε τις προσδοκίες το 2021, θα εμφανιστούν προκλήσεις λόγω των διεθνών πληθωριστικών πιέσεων και της ουκρανικής κρίσης. Σχεδόν το ένα τέταρτο της μείωσης της αύξησης του ΑΕΠ σε σύγκριση με την προηγούμενη πρόβλεψη του οίκου προέρχεται από την υπόθεση μηδενικών αφίξεων τουριστών από τη Ρωσία, που μεταφράζεται σε περίπου 400 εκατ. ευρώ λιγότερα έσοδα το 2022, εξηγεί ο οικονομολόγος ο οποίος και παρουσιάζει τα τρία σενάρια της Moody’s Analytics για την ελληνική οικονομία μετά και τον πόλεμο στην Ουκρανία.

Έτσι, στο βασικό σενάριο, η αύξηση του ελληνικού ΑΕΠ παραμένει πάνω από τη δυναμική του μέχρι το 2024. Μετά από υπερθέρμανση για πέντε χρόνια, η ελληνική οικονομία βλέπει τον ετήσιο πληθωρισμό της γύρω από τον στόχο της ΕΚΤ έως το 2026, ενώ η ανεργία φτάνει στο “φυσιολογικό” της επίπεδο. Η ισχυρή ανάπτυξη και η εμπιστοσύνη από τις αγορές αντικατοπτρίζονται στις αποδόσεις των ομολόγων, επιτρέποντας στην κυβέρνηση να δανείζεται με χαμηλό επιτόκιο και να ομαλοποιήσει το χρέος της. Μέχρι το τέλος του 2024, ο δείκτης χρέους προς ΑΕΠ θα υποχωρήσει κάτω από το 170% και το έλλειμμα θα πλησιάσει το μηδέν. Το ΑΕΠ αυξάνεται 4,5% το 2022 και 2,8% το 2023.

Στο αισιόδοξο σενάριο, η στρατιωτική σύγκρουση στην Ουκρανία επιλύεται πολύ πιο γρήγορα από ό,τι αναμενόταν. Οι κυρώσεις σταματούν γρήγορα, υποστηρίζοντας τις προμήθειες βασικών εμπορευμάτων από τη Ρωσία. Η πλήρης εξασθένιση της πανδημίας και των γεωπολιτικών εντάσεων οδηγεί σε ισχυρή ανάκαμψη της ζήτησης, ειδικά στον τομέα των υπηρεσιών, που τροφοδοτείται από τα νοικοκυριά που ξοδεύουν τις πλεονάζουσες αποταμιεύσεις τους. Σε αυτό το σενάριο, το ελληνικό ΑΕΠ αυξάνεται κατά 5,7% το 2022 και 3,9% το 2023.

Σύμφωνα με το δυσμενές σενάριο της Moody’s Analytics, η στρατιωτική σύγκρουση μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας επιδεινώνεται σημαντικά και συνεχίζεται για περισσότερο από το αναμενόμενο. Η απειλή μιας μεγάλης διακοπής του παγκόσμιου εφοδιασμού εμπορευμάτων διατηρεί τις τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου υψηλές για την Ευρώπη, προκαλώντας την επιτάχυνση των ρυθμών πληθωρισμού. Μια νέα παραλλαγή της COVID-19 εμφανίζεται τον χειμώνα και προκαλεί επιστροφή στα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Η πολιτική αστάθεια προκαλεί πολλαπλούς γύρους εκλογών που πλήττουν την οικονομία το 2023 και αυξάνουν σημαντικά το κόστος του χρέους. Τα νοικοκυριά, αντί να ξοδεύουν τις αποταμιεύσεις, μειώνουν σημαντικά τις δαπάνες. Οι αρνητικές επιπτώσεις στον πλούτο από τις πτώσεις στα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια αποτρέπουν περαιτέρω τους Ευρωπαίους από το να δαπανούν. Σύμφωνα με αυτό το σενάριο, το ελληνικό ΑΕΠ αυξάνεται μόνο κατά 1,9% το 2022 και συρρικνώνεται 1,5% το 2023.

Οι επενδύσεις “τρέχουν”
Πάντως η Moody’s Analytics υπογραμμίζει πως η Ελλάδα γνώρισε δύο επιτυχημένα χρόνια όσον αφορά τις επενδύσεις και αυτή η τάση αναμένεται να συνεχιστεί. Ο λόγος επενδύσεων προς ΑΕΠ ήταν περίπου 10% πριν από την πανδημία. Υπολογίζεται ότι ήταν 13% στο τέλος του 2021. Παρά την ανοδική τάση, οι επενδύσεις εξακολουθούν να υστερούν. Πριν από την οικονομική κρίση, ο λόγος των επενδύσεων προς το ΑΕΠ ήταν περίπου 20%.

Ωστόσο, η πρόσφατη θετική τάση φαίνεται να είναι διαρθρωτική καθώς περισσότεροι επενδυτές συρρέουν στη χώρα. Στα τέλη Φεβρουαρίου, η J.P. Morgan εξαγόρασε το 49% της Viva Wallet. Η συγκεκριμένη επένδυση τράβηξε την προσοχή των διεθνών μέσων ενημέρωσης και αναμένεται να έχει θετικές επιπτώσεις.

Η αναπτυξιακή στρατηγική περιστρέφεται γύρω από την πράσινη μετάβαση και τον ψηφιακό μετασχηματισμό, την έρευνα και την καινοτομία και την ενίσχυση των δεξιοτήτων απασχόλησης και θα παρέχει κίνητρα για επενδύσεις σε επιχειρήσεις όλων των μεγεθών. Το επενδυτικό ενδιαφέρον για ανανεώσιμες πηγές συνεχίζεται. Τον Ιανουάριο του 2022, ο ιταλικός ενεργειακός όμιλος Eni αγόρασε την ελληνική εταιρεία Solar Konzept Greece ως ένα βήμα στην αγορά της ηλιακής ενέργειας.

Στις αρχές Απριλίου, η Ελλάδα έλαβε 3,6 δισ. ευρώ από το ταμείο ανάκαμψης με στόχο την ανάπτυξη υποδομών για τη στήριξη του ψηφιακού μετασχηματισμού και των πράσινων επενδύσεων. Η πολιτική σταθερότητα θα είναι σημαντικός παράγοντας σε μια τέτοια εξέλιξη, επισημαίνει ο οίκος. Η πιθανή υποχώρηση των φιλικών προς τις επενδύσεις νόμων προς όφελος των πιθανών λαϊκιστικών τάσεων που επικεντρώνονται στα εκλογικά αποτελέσματα θα μπορούσε πολύ γρήγορα να ανατρέψει την πρόοδο.

Ο κίνδυνος από τις εκλογές του 2023
Πιο αναλυτικά, σε ό,τι αφορά το πολιτικό τοπίο, ο οίκος επισημαίνει πως μετά την ανάληψη των καθηκόντων του το καλοκαίρι του 2019, ο Έλληνας πρωθυπουργός βρέθηκε αντιμέτωπος με την προσφυγική κρίση στα ελληνοτουρκικά σύνορα. Αμέσως μετά ήρθε η ύφεση της COVID-19. Και μετά τα πρώτα σημάδια ανάκαμψης ήρθε η ουκρανική κρίση και το ενδεχόμενο νέας ύφεσης. Εάν ο πρωθυπουργός ολοκληρώσει μια πλήρη τετραετή θητεία, θα είναι η πρώτη φορά στην περίοδο της Μεταπολίτευσης που διαδοχικές κυβερνήσεις έχουν υπηρετήσει πλήρεις θητείες. Η πολιτική σταθερότητα, ειδικά όταν υπάρχει κυβερνητική αλλαγή, είναι άγνωστη για περισσότερο από μια δεκαετία.

Εάν ο Κυριάκος Μητσοτάκης μπορέσει να σταθεροποιήσει ή ακόμα και να αυξήσει τα ποσοστά του στις δημοσκοπήσεις, οι πρόωρες εκλογές θα μπορούσαν να αποφευχθούν και οι Έλληνες θα πάνε στις κάλπες το 2023. Χωρίς το μπόνους εδρών, ο νικητής αυτών των εκλογών πιθανότατα θα πρέπει να κερδίσει την υποστήριξη της αντιπολίτευσης για μια κυβέρνηση συνασπισμού ή θα αντιμετωπίσει εκλογές δεύτερου ή και τρίτου γύρου.

Εάν υπάρξει δεύτερος γύρος, ο οίκος υποθέτει ότι οι Έλληνες θα θέλουν να αποφύγουν συνεχείς εκλογικές αναμετρήσεις εκλογές που θα έβλαπταν περαιτέρω την οικονομία. Εάν ωστόσο υπάρξει και τρίτος γύρος, οι οικονομικές προοπτικές για το 2023 θα αλλάξουν σημαντικά με καθοδικές πιέσεις στο ΑΕΠ λόγω της αβεβαιότητας, των υψηλότερων επιτοκίων και του δημόσιου χρέους, προειδοποιεί ο οίκος.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ